Παρακολουθώντας τη μελαγχολική κοινοβουλευτική διαδικασία, κατά την οποία οι επικεφαλής και τα μέλη του ΔΣ τής υπό ανασύσταση ΕΡΤ καλούνταν να παρουσιάσουν τα πιστοποιητικά των αγωνιστικών τους φρονημάτων, ανέτρεξα 70 χρόνια πίσω, στον Ιούνιο του 1945, όταν ιδρύθηκε ο πολύπλαγκτος αυτός οργανισμός. Ονομάστηκε τότε ΕΙΡ –Εθνικόν Ιδρυμα Ραδιοφωνίας. Και στην ιδρυτική του συντακτική πράξη, μεταξύ των συντακτών της οποίας περιλαμβανόταν ο Γιώργος Σεφέρης, προβλεπόταν πως «η εν γένει σύνθεσις των προγραμμάτων και η εκλογή του περιεχομένου των εκπομπών τίθενται υπεράνω κομματικών προτιμήσεων και τάσσονται εις την υπηρεσίαν ολοκλήρου του έθνους».

Το ραδιόφωνο (για τηλεόραση η χώρα χρειάστηκε να περιμένει είκοσι και κάτι χρόνια) υπολογιζόταν ότι είχε εκείνη την εποχή 100.000 ακροατές όλους κι όλους. Κι αυτούς δύσπιστους, αφού η ραδιοφωνία στην Ελλάδα είχε ξεκινήσει ως υπηρεσία ραδιοφωνικής προπαγάνδας στα χρόνια του Μεταξά –με τον ιδρυτικό νόμο να προβλέπει θέση αξιωματικού της Αστυνομίας ως λογοκριτή και επόπτη των φρονημάτων των εργαζομένων –και είχε συνεχίσει τη ζωή της ως κατοχικό ραδιόφωνο υπό τον έλεγχο των Γερμανών. Κι έτσι το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του νεογέννητου ΕΙΡ, για να πείσει το κοινό να εμπιστευθεί τις υπηρεσίες του (και να πληρώσει το ραδιοφωνικό τέλος), στην πρώτη του ανακοίνωση υποσχέθηκε ότι θα λειτουργεί ως «μια αποκεντρωμένη, αυτοτελής Δημόσια Υπηρεσία, λειτουργούσα κατά τρόπον που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ολοκλήρου του έθνους, υπεράνω και ανεξαρτήτως πάσης κομματικής επιρροής».

Η υπόσχεση δεν τηρήθηκε. Κάθε υποψία αντικειμενικότητας καταγγελλόταν από τον εθνικόφρονα Τύπο ως άλωση της ραδιοφωνίας «από τον κουκουεδισμόν και την εαμοκρατίαν». Μέχρις ότου ο πρώτος γενικός διευθυντής, ο «Νικήτας» της Εθνικής Αντίστασης Ηρακλής Πετμεζάς, παραιτήθηκε και ένας νέος νόμος, το 1946, σφράγισε για πάντα τη μοίρα του Ιδρύματος: «Εκαστον συνεργείον ειδήσεων του ΕΙΡ δέον να περιλαμβάνη συντάκτην εγκρινόμενον υπό του υπουργού Τύπου και Πληροφοριών». Αργότερα, ένας νέος νόμος πρόσθεσε στο οπλοστάσιο του υπουργείου την πρόβλεψη να «δύναται να ζητήση όπως τα προγράμματα εκπομπών και τα σχετικά κείμενα υποβάλλωνται αυτώ προς έγκρισιν». Κι ήταν τόσο ασφυκτικός αυτός ο έλεγχος, ώστε η Ελένη Βλάχου να γράψει στην (φιλοκυβερνητική) «Καθημερινή» το 1958: «Η ραδιοφωνία, από απόψεως πολιτικής τοποθετήσεως, είναι μία ντροπή για ένα δημοκρατικό κράτος».

Τα πράγματα δεν άλλαξαν όταν δίπλα στο ραδιόφωνο δημιουργήθηκε, επιτέλους, τηλεόραση –το πρώτο κανονικό πρόγραμμα της οποίας συντάχθηκε από επιτροπή υπό τον υπουργό Προπαγάνδας της χούντας, τον Γεωργαλά. Και δεν άλλαξαν ούτε όταν η Μεταπολίτευση, για λίγο, έδωσε την υπόσχεση μιας αλλαγής που υπέγραφαν πρόσωπα όπως ο Ελύτης, ο Χορν, ο Μπακογιάννης, ο Μάνος Χατζιδάκις –όλοι εκπαραθυρωθέντες κακήν κακώς. Δεν άλλαξαν ούτε στις ημέρες της «αλλαγής» –με τον Ανδρέα να αποπέμπει, το 1985, ένα ΔΣ της ΕΡΤ που είχε πάρει σοβαρά τις υποσχέσεις για αντικειμενικότητα λέγοντας: «Στην Ελλάδα έχουμε κρατική τηλεόραση, την ευθύνη της οποίας έχει η κάθε δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση. Γι’ αυτό λοιπόν όσοι διορίζονται στις διοικήσεις της τηλεόρασης θα πρέπει να εφαρμόζουν την πολιτική της κυβερνήσεως». Και τα πράγματα δεν άλλαξαν ούτε καν όταν η κρατική ραδιοτηλεόραση έπαψε να έχει το μονοπώλιο και περικυκλώθηκε από τον ιδιωτικό ανταγωνισμό. Η πρώτη κυβέρνηση που δεν μπορούσε να επιβάλει τον έλεγχό της στην ΕΡΤ απλώς την έκλεισε.

Στα 70 χρόνια της λειτουργίας του το ΕΙΡ, που έγινε ΕΙΡΤ, έπειτα ΕΡΤ, μετά ΝΕΡΙΤ και μετά ξανά ΕΡΤ, ένα πρόβλημα είχε, μια πληγή αγιάτρευτη, ένα εκ γενετής κουσούρι. Οτι οι κυβερνήσεις θεωρούσαν αυτονόητο δικαίωμά τους να διατηρούν το Ιδρυμα υπό τον έλεγχό τους με κοντό και χοντρό λουρί. Οι αισιόδοξοι που πίστεψαν πως, με ένα κόμμα της Αριστεράς στην κυβέρνηση και μετά το τραύμα του «μαύρου», ο δημόσιος φορέας θα μπορούσε, επιτέλους, να τιμήσει την αρχική του, καταστατική υπόσχεση να είναι «υπεράνω κομματικών προτιμήσεων… εις την υπηρεσίαν ολοκλήρου του έθνους», τώρα πια ξέρουν. Και δεν χρειαζόταν να δουν το άθλιο θέαμα της ακρόασης των υπό διορισμόν από την ιεροεξεταστή – Πρόεδρο. Αρκούσε να είχαν ακούσει επί του θέματος τον Πρωθυπουργό στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματός του.