Τον Φεβρουάριο του 2013 οι ανώτατοι δικαστές, κατά πλειοψηφία, είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις διατάξεις που περιλαμβάνονταν στον αποκαλούμενο νόμο Ραγκούση, ανάβοντας ουσιαστικά το πράσινο φως για την προώθηση ενός νέου νόμου για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας.

Τότε, θεμέλιο λίθο στην κρίση της πλειοψηφίας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου είχε αποτελέσει το γεγονός ότι για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς δεν ήταν αρκετά τα τυπικά κριτήρια που θέσπιζε ο επίμαχος νόμος (όπως η νόμιμη παραμονή τους στη χώρα μας και η διάρκεια αυτής), αλλά έθεταν ως προαπαιτούμενο την «ύπαρξη γνήσιου δεσμού του αλλοδαπού με την ελληνική κοινωνία».

Eιδικότερα, οι δικαστικοί λειτουργοί είχαν θεωρήσει ότι η διαμονή των γονέων αλλοδαπού επί πενταετία δεν μπορεί να τεκμηριώσει την ουσιαστική ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Επιπλέον, είχαν αποφανθεί ότι μόνη η φοίτηση σε ελληνικό σχολείο και μάλιστα μόνο επί εξαετία, δεν μπορούσε να εγγυηθεί την επιζητούμενη ένταξη, δεδομένου ότι ο νόμος εκείνος –κατά την κρίση των δικαστών –δεν αξίωνε και μια ουσιαστική σχέση με τη χώρα των γονέων του υποψηφίου για χορήγηση ιθαγένειας.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι και σε εκείνη την απόφαση είχαν καταγραφεί αντίθετες φωνές, καθώς η μειοψηφία είχε αναγνωρίσει ότι η απονομή της ελληνικής ιθαγένειας αποτελεί μια κατ’ εξοχήν πολιτική επιλογή. Είχε δεχθεί μάλιστα ότι τέτοιου είδους επιλογές βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την πολιτική που διαμορφώνεται εντός των τειχών, αλλά και «τις κρατούσες στο νομοθετικό σώμα πολιτικές αντιλήψεις».