Επί τρεις μήνες τώρα ζουν την ίδια αγωνία, αφού οι δικοί τους άνθρωποι παραμένουν στον κατάλογο των αγνοουμένων του «Norman Atlantic». Εννέα οικογένειες εξακολουθούν να περιμένουν απαντήσεις όχι μόνο για την πυρκαγιά και τη δραματική περιπέτεια που ακολούθησε για τους επιβάτες του μοιραίου επιβατηγού – οχηματαγωγού τα ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου, αλλά και για την τύχη των ανθρώπων τους.
Τα ίχνη των περισσότερων από τους έλληνες αγνοουμένους χάνονται πάνω στο κατάστρωμα, το μεσημέρι εκείνης της Κυριακής. Εκεί διασωθέντες –λένε ότι –τους είδαν να φορούν σωσίβιο. Σήμερα, στην πλειονότητά τους οι συγγενείς τους το έχουν πάρει πια απόφαση, πως όχι μόνο έχασαν τους ανθρώπους τους, αλλά και πως ίσως οι σοροί τους δεν βρεθούν ποτέ. Γι’ αυτό και στο σύνολό τους σκοπεύουν να ακολουθήσουν τη δικαστική οδό, όπως κι αρκετές από τις οικογένειες των τριών ελλήνων θυμάτων και των διασωθέντων.

Ανιψιά του Βασίλη Τσάμη, του 54χρονου από τη Θεσσαλονίκη που μετέφερε με φορτηγό πορτοκάλια προς τη Γερμανία στο τελευταίο ταξίδι του, η Ελενα Θεοδωρίδου δεν κρύβει, πέρα από τη θλίψη της, και την οργή των συγγενών του θείου της, πατέρα ενός γιου. «Από την πρώτη στιγμή που συνέβη το κακό, ήμασταν μόνοι μας κι αβοήθητοι, το ίδιο ισχύει και σήμερα. Από δω και πέρα δεν υπάρχει κάτι να μας μαλακώσει» λέει στα «ΝΕΑ» και εξηγεί: «Οταν είσαι πολίτης μιας χώρας, σε τέτοια μεγάλα ζητήματα –δεν μιλάμε για αυτοκινητικό ατύχημα -, περιμένεις την κρατική μέριμνα. Στην περίπτωσή μας, ωστόσο, η ελληνική πολιτεία δεν αντέδρασε άμεσα, δεν υπήρξε πουθενά» υποστηρίζει. «Το πλοίο έφυγε γύρω στις 2 τη νύχτα από την Ηγουμενίτσα και στις 02.50 άρχισαν μέσα στις καμπίνες να μυρίζουν τη φωτιά, έξω από την Κέρκυρα. Δεν μ’ ενδιαφέρει πού ήθελε ο ιταλός πλοίαρχος να το πάει. Εμείς είχαμε τον πρώτο λόγο, από τη στιγμή που το καράβι καιγόταν σε ελληνικά νερά. Επαιρναν οι επιβάτες τους συγγενείς και τους λέγανε «πάρτε το Λιμενικό, καιγόμαστε». Κι αυτοί απαντούσαν «δεν μας έχει ειδοποιήσει κανείς, ούτε ο καπετάνιος»!» περιγράφει.

«Ή ΠΝΙΓΜΕΝΟΙ Ή ΚΑΜΕΝΟΙ». «Δεν ξέρω ποιος, αλλά κάποιος φταίει γι’ αυτό που έγινε» λέει με τη σειρά της η Σοφία Συμεωνίδου, μία από τις δύο κόρες του Γιάννη Συμεωνίδη, του 53χρονου οδηγού φορτηγού ψυγείου από το Λάκκωμα Χαλκιδικής. «Εμείς πάντως, από κοινού με άλλες οικογένειες αγνοουμένων, απευθυνθήκαμε παντού. Νομίζαμε ότι θα βγάζαμε άκρη, γι’ αυτό και τρέχαμε πανικόβλητοι από υπουργείο σε υπουργείο. Πήγαμε και στο Εξωτερικών και στο Ναυτιλίας, αναζητώντας τους αρμοδίους. Ενώ φτάσαμε εκεί με μια ελπίδα, το μόνο που τελικά πήραμε απ’ αυτούς ήταν μια ωμή απάντηση: «Αφού δεν έχουν δώσει σημεία ζωής οι δικοί σας, θα είναι είτε πνιγμένοι είτε καμένοι» έλεγαν» περιγράφει η 23χρονη. «Επρεπε πολύ πιο γρήγορα να κινητοποιηθούν, να είχαν σώσει όλο τον κόσμο. Εδώ αγνοούνται εννέα άνθρωποι και τι έχει κάνει το ελληνικό κράτος; Τους έχει ψάξει; Οχι, τους άφησε στη μοίρα τους» λέει με αγανάκτηση η κ. Συμεωνίδου.

«ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΕΝΑ ΕΓΓΡΑΦΟ». «Μπορούσε η ελληνική κυβέρνηση να στείλει ελικόπτερα Σούπερ Πούμα να βοηθήσουν. Ο τότε πρωθυπουργός θα έπρεπε να πει του ιταλού ομολόγου του το αυτονόητο: εγώ έχω ανθρώπους εκεί μέσα που κινδυνεύουν. Στέλνω εγώ, στείλε κι εσύ ελικόπτερα, να τους σώσουμε. Διαβουλεύσεις έκαναν επί ώρες κι ο κόσμος πέθαινε! Κακώς η Ελλάδα άφησε τους Ιταλούς να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Θα έπρεπε να έχει παραμείνει σε ελληνικά νερά το πλοίο, ήταν άλλωστε κοντά να γυρίσει πίσω» υποστηρίζει και ο Δημήτρης Δούλης.

Η περίπτωση του 66χρονου αδελφού του Γιώργου από τη Λάκκα Σουλίου έμελλε εξαρχής να εξελιχθεί σε θρίλερ. «Τηλεφώνησε ο τότε πρωθυπουργός στον ανιψιό μου για συλλυπητήρια, ενώ ήταν λάθος το όνομα του νεκρού που έδωσαν! Δεν τον είχαν καν στις λίστες επιζώντων, αγνοουμένων ή νεκρών τον αδελφό μου! Παραμονή Πρωτοχρονιάς τηλεφωνούμε στο ΥΕΝ και μας λένε: «Να κάνετε έγγραφο, να το διαβιβάσουμε στους Ιταλούς, να τον βάλουν στους αγνοουμένους»» αφηγείται.

Στη Ζυρίχη έμενε οικογενειακώς από το 1971 ο αδελφός του. Με τη γυναίκα του, την 56χρονη Θεοδώρα, ήρθαν στην Ελλάδα για τα Χριστούγεννα και επέστρεφαν. «Ηταν να ταξιδέψουν με άλλο καράβι. Αλλά λόγω ημερών, επειδή είχε φόρτο, έβαλαν και το πλοίο αυτό. Νύχτα, στα στενά της Κέρκυρας, ξυπνάει η νύφη μου τον αδελφό μου, αφού καπνός έβγαινε από τον εξαερισμό. «Σήκω, καίγεται το βαπόρι!» του λέει. Βγαίνουν έξω και βλέπουν τα πάντα τριγύρω τους να καίγονται, αφού η καμπίνα τους ήταν κοντά στ’ αυτοκίνητα που είχαν λαμπαδιάσει!» ανατρέχει ο Δημήτρης Δούλης με βάση τις περιγραφές της νύφης του.

«ΛΑΘΟΣ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗ ΛΑΘΟΣ ΩΡΑ». «Ηταν να μη γίνει, αλλά έγινε» το φιλοσοφεί ο 34χρονος Κώστας Σαγιρίδης από τις Σέρρες. Ο 58χρονος πατέρας του Νίκος, οδηγός φορτηγού, πατέρας τριών παιδιών, παραμένει αγνοούμενος. «Ακούσαμε έκτοτε πολλά. Εγώ πιστεύω πως ό,τι μπορούσε να γίνει, έγινε. Απλά ταξίδευαν 500 άνθρωποι και σώθηκαν οι 480, αυτό έγινε. Οταν συμβαίνει κάτι τέτοιο στη θάλασσα, επόμενο είναι κάποιες ζωές να χαθούν. Ηταν η ώρα του πατέρα μου, φαίνεται. Ατυχος ήταν, βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος ώρα» λέει.
Να καταλογίσει κάτι στην ελληνική πολιτεία για την επιχείρηση διάσωσης δεν έχει. «Θα κινηθούμε, ωστόσο, νομικά. Το καράβι αυτό δεν έπρεπε να ταξιδεύει, ήταν όχι σαράβαλο, αλλά χειρότερο. Δεν λειτουργούσε τίποτα, ούτε συναγερμοί ούτε πυρόσβεση. Στο μόνο που φταίει το ελληνικό κράτος είναι ότι το άφησε να ταξιδεύει» υποστηρίζει.

«Οι Ιταλοί πάνε σαν χελώνες»!

«Η φωτιά έσβησε, έχουν περάσει τρεις μήνες και οι Ιταλοί πάνε σαν χελώνες! Ακόμα και τώρα δεν έχουμε καμία επίσημη πληροφόρηση. Ο,τι μαθαίνουμε είναι μόνο από ιταλούς δημοσιογράφους» αναφέρει η Ελενα Θεοδωρίδου, ανιψιά του 54χρονου αγνοουμένου Βασίλη Τσάμη