Χωρίς κάγκελα, χωρίς υπερυψωμένες εξέδρες και χωρίς επεισόδια έληξαν οι μαθητικές παρελάσεις και η στρατιωτική στην Αθήνα. Η ανατομία, όμως, των παρελάσεων τα τελευταία χρόνια έχει συνοδευτεί από σειρά ευτράπελων γεγονότων, που έφτασαν μέχρι καταστροφές σε κεντρικές πόλεις της χώρας.

Πρόκειται για παρελάσεις που διχάζουν στη διάρκεια των χρόνων. Ξεκινώντας με τις διαφωνίες για το εάν πρέπει αλλοδαποί να γίνονται σημαιοφόροι, τις συγκεντρώσεις που έφερε η κρίση και τα βίαια επεισόδια και φτάνοντας στην πρώτη φορά τσάμικα, που χόρεψαν χθες στην Πλατεία Συντάγματος. Από τις αντιδράσεις όταν ένας καταγόμενος από την Αλβανία αριστούχος μαθητής προκρίθηκε ως σημαιοφόρος μέχρι τις μούντζες που εισέπρατταν οι επίσημοι από τους ίδιους τους συμμετέχοντες στην παρέλαση, σήμερα, 116 χρόνια από τότε που επετράπη μαθητές σχολείων να παίρνουν μέρος σε αυτήν, πολλά έχουν αλλάξει.

«Ιδιαιτέραν αίσθησιν έκαμεν η πρώτην φοράν εφέτος γενομένη παρέλασις των μαθητών των νομαρχιακών σχολείων Αττικής κατά τετράδες βαινόντων με την ελληνικήν σημαίαν εμπρός». Κάπως έτσι περιγραφόταν το 1899 η πρώτη συμμετοχή μαθητών σε παρέλαση εθνικής επετείου.

Η πρώτη μαύρη σελίδα των παρελάσεων μαθητών καταγράφεται το 2000. Ο αριστούχος Οδυσσέας Τσενάι, μαθητής τότε της Γ’ Γυμνασίου, προβλεπόταν να γίνει σημαιοφόρος στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Με τη διαφορά πως ήταν αλβανικής καταγωγής.

Κάτοικοι και φορείς είχαν εναντιωθεί, προκαλώντας κύμα αντιδράσεων έναντι αλλοδαπών μαθητών που αρίστευαν –σε αντίθεση τότε με τους συμμαθητές του. «Για το καλό της κοινωνίας» ο Οδυσσέας Τσενάι είχε τότε αποποιηθεί το δικαίωμα να είναι σημαιοφόρος, παρά το γεγονός πως ο Σύλλογος Καθηγητών επέμενε στην απόφαση η σημαία να δοθεί στον πρώτο των πρώτων.

Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε το 2003. Τότε, ο Οδυσσέας Τσενάι ήταν στη Γ’ Λυκείου. Αυτή τη φορά τόσο κάτοικοι όσο όμως και συμμαθητές του αντέδρασαν στο ενδεχόμενο ο αριστούχος Τσενάι να είναι σημαιοφόρος της παρέλασης.

Οι μαθητές του Λυκείου προχώρησαν σε κατάληψη στο σχολείο της Νέας Μηχανιώνας. Οι μαθητές του Γυμνασίου απείχαν από τα μαθήματα. Χρειάστηκε δήλωση του Οδυσσέα Τσενάι πως παραιτείται του δικαιώματος να τεθεί σημαιοφόρος για να κατευναστούν τα πνεύματα. Και δεν υπήρξε ο μοναδικός.

Περίπου μία δεκαετία αργότερα, το 2012, στα Φάρσαλα η πρώτη σε βαθμολογία μαθήτρια ήταν από την Αλβανία. Οι συμμαθητές της όχι μόνο αντέδρασαν να σηκώσει τη σημαία, αλλά έφτασαν να απειλούν πως θα καλούσαν τη Χρυσή Αυγή.

Παρά τις παρεμβάσεις του διευθυντή του σχολείου, ο οποίος παρέπεμπε και σε σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, η αλβανικής καταγωγής μαθήτρια πήρε για λίγο τη σημαία και μετά την παρέδωσε. Επειδή –όπως είπε –σέβεται τη σημαία, τον διευθυντή, τους καθηγητές και τους συμμαθητές της και όχι επειδή φοβάται.

Εναν χρόνο αργότερα, το 2013, σημαιοφόρος σε σχολείο της Χερσονήσου Κρήτης τέθηκε επίσης αριστούχα μαθήτρια αλβανικής καταγωγής. Τη σημαία, τότε, τη σήκωσε παρά τις αντιδράσεις γονέων αλλά και συμμαθητών της. Η μόνη διαφοροποίηση ήταν πως στην παρέλαση αυτή πήραν μέρος μόνο τα κορίτσια του Λυκείου. Τα αγόρια απουσίαζαν, διαφωνώντας με την επιλογή σημαιοφόρου!

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΠΑΠΟΥΛΙΑ. Οι παρελάσεις στιγματίστηκαν, όμως, τα τελευταία χρόνια και με αντιδράσεις ελέω κρίσης. Η κορυφαία στιγμή που καθόρισε τις επόμενες παρελάσεις έως και αυτή του περασμένου Οκτωβρίου καταγράφηκε το 2011. Ηταν η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη, που είχε ως αποτέλεσμα να αποχωρήσει ακόμη και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας.

Η επίσημη στρατιωτική παρέλαση ουσιαστικά ακυρώθηκε, με ελάχιστα πολιτικά τμήματα να περνάνε μπροστά από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί. Είχαν προηγηθεί συγκέντρωση Αγανακτισμένων μπροστά στην εξέδρα των επισήμων και στον δρόμο από όπου θα περνούσε η παρέλαση και επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων.

«Λυπάμαι πάρα πολύ, είναι ντροπή. Ηρθα να τιμήσω την πόλη. Είναι ντροπή να ακούγονται τέτοια υβριστικά μηνύματα. Είναι ντροπή να με αποκαλούν προδότη, όταν εγώ πολέμησα για την πατρίδα από τα 15 μου» υπήρξε η συγκινησιακά φορτισμένη δήλωση του κ. Παπούλια.

«Εδώ ξεφτιλιζόμαστε κι εσείς δεν κάνετε τίποτα. Αν σε δέκα λεπτά δεν ανοίξει ο δρόμος, θα πάρω τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα φύγουμε» είχε υπογραμμίσει ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας.

Ηταν την ίδια χρονιά, το 2011, όταν αποφάσισαν να δώσουν το δικό τους στίγμα έναντι των οικονομικών συνθηκών της χώρας και οι ίδιοι οι μαθητές.

Η αρχή έγινε από μαθητή σε παρέλαση της Λάρισας. Στην εκδήλωση της 28ης Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς γύρισε και μούντζωσε τους επισήμους. «Μπράβο του» και «ν’ αγιάσει το χέρι του» υπήρξαν μερικά από τα πρώτα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το παράδειγμα απαξίωσης των θεσμών, των επισήμων και των πολιτικών ακολούθησαν και άλλοι μαθητές. Κάποιοι συνέχισαν τις μούντζες και άλλοι επέλεξαν να γυρίζουν το κεφάλι τους όχι προς τους επισήμους –ως είθισται όταν περνούν από αυτούς στις παρελάσεις -, αλλά προς την αντίθετη πλευρά.

Οι Αγανακτισμένοι. Στο πεζοδρόμιο των παρελάσεων βρίσκονταν πάντοτε τα τελευταία χρόνια οι Αγανακτισμένοι από τα μνημονιακά μέτρα, οι «απλήρωτοι» που μπορεί να ήταν από τους πυροσβέστες της παρέλασης –όπως το 2011 στη Θεσσαλονίκη που κρατούσαν αντίστοιχο πανό –μέχρι άλλες κατηγορίες υπαλλήλων. Ακόμη και οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων.

Οι παρελάσεις μετατράπηκαν σε ευκαιρία εκδήλωσης βίαιων συναισθημάτων. Ακόμη και γιαούρτια και αβγά επιστρατεύτηκαν κατά των κυβερνητικών στελεχών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εξέδρες των επισήμων. Αλλά και τις επισκέψεις τους στα πάτρια εδάφη κατά τις επετείους.

Δεν είναι τυχαίο πως η επιλογή του πρώην τηλεοπτικού αστέρα και νυν δημάρχου Στυλίδας Απόστολου Γκλέτσου να μην επιτρέψει σε οποιονδήποτε κομματικό ή κυβερνητικό άρχοντα να ανέβει στην εξέδρα των επισήμων στην παρέλαση του Οκτωβρίου του 2011, όπου άφησε να καθήσουν μόνον οι αγωνιστές του ’40, είχε τύχει θετικής υποδοχής από την κοινή γνώμη. Και μετά ήρθαν τα κάγκελα. Τα επεισόδια της Θεσσαλονίκης πριν από τέσσερα χρόνια με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας οδήγησαν σε αυστηροποίηση των μέτρων ασφαλείας στις καθιερωμένες παρελάσεις. Χιλιάδες αστυνομικοί επιστρατεύονταν κάθε φορά. Κανείς που δεν είχε πρόσκληση δεν μπορούσε να περάσει, ούτε καν οι γονείς των παιδιών που συμμετείχαν.