Αυστηρό μήνυμα για τη μισθοδοσία του κλήρου στέλνει στην πολιτεία αλλά και προς όλους τους πολιτικούς χώρους ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Μέσα από το βιβλίο που έγραψε με τίτλο «Η μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου στην Ελλάδα» και ολοκλήρωσε πριν από δύο μήνες –αποσπάσματα του οποίου προδημοσιεύουν «ΤΑ ΝΕΑ» –στόχος του είναι να δείξει ότι η μισθοδοσία του κλήρου είναι συμβατική υποχρέωση της πολιτείας που συνδέεται με την παραχώρηση περιουσίας από την Εκκλησία στο Κράτος και ότι δεν αποτελεί επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό.

Ταυτόχρονα κατηγορεί την πολιτεία ότι κατ’ επανάληψη δεν έχει πράξει τα δέοντα για την Εκκλησία. Γράφει στο τελικό του συμπέρασμα ότι «η ηθική υποχρέωση του Κράτους απέναντι στον ιερό θεσμό της Εκκλησίας, η οποία υπήρξε ο στυλοβάτης και η ψυχή του Εθνους των Ελλήνων, ευρίσκεται μακράν της πολιτικής σκέψης τόσο του πρώτου κυβερνήτη της χώρας Ιωάννη Καποδίστρια, όσον και του δημιουργού του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους Ελευθερίου Βενιζέλου, οι οποίοι θεώρησαν πρώτιστο καθήκον τους την προστασία των ακαταλύτων δεσμών Εκκλησίας και Κράτους, που συμπορεύτηκαν επί αιώνες και αποτελούν συστατικά στοιχεία της ύπαρξης του Ελληνισμού».

Το 47 σελίδων βιβλίο είναι η δεύτερη συγγραφική προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου μέσα σε διάστημα μόλις 3 ετών. Το 2012 είχε καταπιαστεί με το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας γράφοντας το βιβλίο «Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου».

Στο νέο πόνημά του ο κ. Ιερώνυμος ασχολείται αποκλειστικά με τη μισθοδοσία του κλήρου καταγράφοντας με ιστορικά τεκμήρια πώς αποφασίστηκε η καταβολή των μισθών των κληρικών από το κράτος πριν από περίπου 180 χρόνια.

Ο Αρχιεπίσκοπος ασκεί σκληρή κριτική στην πολιτεία στον επίλογο της σύντομης έκδοσής του για τους χειρισμούς της στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της μισθοδοσίας του κλήρου. «Με πρόσχημα το νομικό καθεστώς που διέπει τη μισθοδοσία του κλήρου» η πολιτεία, γράφει ο κ. Ιερώνυμος, «αφήνει να διαδίδεται ο μύθος περί υπάρξεως τεράστιας εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία δύναται να καλύψει τόσο τις ανάγκες του πνευματικού και κοινωνικού της έργου όσο και της μισθοδοσίας του κλήρου».

«Ιερά πυρά». Εξαπολύει «ιερά πυρά» κατά της πολιτείας υποστηρίζοντας ότι «κατά τη διάρκεια των 190 και πλέον χρόνων του ελεύθερου βίου της Ελλάδος η μεν Εκκλησία προσφέρει παντοιοτρόπως στο έθνος, η δε πολιτεία, μη ανταποκρινόμενη πάντοτε στις συμφωνημένες υποχρεώσεις της, προσπαθεί να ωφεληθή, από την ακίνητη περιουσία της, που έχει εναπομείνει στο 1/5 από την αρχική».

Προς το τέλος του βιβλίου ο Αρχιεπίσκοπος φαίνεται να εκφράζει πικρία γράφοντας ότι ο λογαριασμός εκτός προϋπολογισμού που υπήρχε στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες για την πληρωμή μισθού του κλήρου καταργήθηκε την 30ή Απριλίου 2013. Η καταβολή των μισθών εντάχθηκε δηλαδή στην Ενιαία Αρχή Πληρωμών. «Με αυτόν τον τρόπο το Ανεξάρτητο Ειδικό Εκκλησιαστικό Ταμείο (το Γαζοφυλάκειον), όπως το προσδιορίζει η Δ’ Εθνική Συνέλευση του Αργους, θεσπίζεται ως νόμος στις 13 Δεκεμβρίου 1834, που καταργείται έπειτα από πολλές περιπέτειες στις 30 Απριλίου 2013, δηλαδή έπειτα από 180 ολόκληρα χρόνια».

Στο κεφάλαιο «Το Εκκλησιαστικό Ταμείο και η τύχη του» περιγράφει το πώς ιδρύθηκε το Εκκλησιαστικό Ταμείο, το ανεξάρτητο ειδικό ταμείο για τη μισθοδοσία και τη βελτίωση του κλήρου και την εκπαίδευση της νεολαίας, το 1834. Γράφει για τη διάλυση των 412 εγκαταλειμμένων μοναστηριών –τη διάθεση της περιουσίας τους στο κράτος και τη φορολόγηση των υπολοίπων –με στόχο τα έσοδα να μπαίνουν στο λογαριασμό του Εκκλησιαστικού Ταμείου από το οποίο θα μισθοδοτούνται κληρικοί.

Το 1843, γράφει, το Ταμείο έχασε την ανεξαρτησία του και με βασιλικό διάταγμα η διαχείρισή του πέρασε στη Γραμματεία Οικονομικών. «Οι κληρικοί ενώ περίμεναν την επίλυση των οικονομικών τους προβλημάτων από το κράτος, παρεπέμφθησαν στους πιστούς για την συντήρησή των […]. Το καθεστώς αυτό, το ονομασθέν επιτυχημένα «Βαβυλώνια αιχμαλωσία», θα κρατήσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1910» σημειώνει.

Αναφέρει ακόμη ότι το 1909 η Εκκλησία ξεκίνησε προσπάθεια να συγκεντρώσει την εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία με τη σύσταση νέου Εκκλησιαστικού Ταμείου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το βάρος για την ανακούφιση των προσφύγων έπεσε πάλι «στους ώμους της Εκκλησίας» με το νομοθετικό διάταγμα «περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως αγροτικών ακινήτων» για την εγκατάσταση προσφύγων. Τα κτήματα απαλλοτριώνονταν αλλά μόνο ένα μέρος των αποζημιώσεων δόθηκαν στην Εκκλησία, υποστηρίζει.

Το 1945 λέει ότι η «κατάστασις αυτή και η κρατούσα αθλιότης» έφεραν τον νόμο περί ρυθμίσεως των αποδοχών του ορθόδοξου εφημεριακού κλήρου της Ελλάδος. Η κάλυψη της δαπάνης θα γινόταν με εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων των ενοριακών ναών, ενοριακή εισφορά (γρήγορα καταργήθηκε) και το έλλειμμα θα καλυπτόταν από το κράτος.

Στο κεφάλαιο «Προς νέες περιπέτειες» ο κ. Ιερώνυμος γράφει ότι ο Εμφύλιος επέφερε κι άλλο πλήγμα στην εκκλησιαστική ζωή. Το 1952, λέει, ψηφίστηκε το νομοθετικό διάταγμα περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων. Η Εκκλησία παρέδωσε στο Δημόσιο στο 1/3 της αξίας τους εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα αγρών και βοσκοτόπων και η πολιτεία ως αντάλλαγμα έπρεπε να της παραδώσει 164 αστικά ακίνητα.

Με νέο νόμο για τη μισθολογική διαβάθμιση του κλήρου, το 1968, η πολιτεία «ενήργησε και πάλι μονομερώς» γράφει ο Αρχιεπίσκοπος. Αυξήθηκε η εισφορά των ναών από 25% σε 35%. «Τα χρήματα κατεβάλλοντο εις τους λογαριασμούς «Κεφάλαια προς πληρωμήν μισθών Εφημεριακού Κλήρου»».