«Στο πληγωμένο κτίριο του Πολυτεχνείου αυτό το γκραφίτι μοιάζει σαν ξεχειλωμένο πάπλωμα» λέει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Ντένης Ζαχαρόπουλος. Από τους γνώστες της ιστορίας των γκραφίτι, θυμάται τις συνθήκες υπό τις οποίες ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1970 στη Νέα Υόρκη στα τρένα του μετρό, το πώς πέρασαν στη δική μας Πειραιώς τη δεκαετία του ’90 και πώς «επεκτάθηκαν σε σημεία της πόλης όπου οι χώροι είναι υπό διαμόρφωση και ο αστικός ιστός βρίσκεται σε διαπραγμάτευση με το νέο κοινωνικό πλαίσιο».

Κατά τη δική του άποψη, δεν υπάρχει ζήτημα καλαίσθητου ή άσχημου έργου. «Αν μιλάμε για δημόσια τέχνη, τα έργα ζωγραφικής ή γλυπτικής τα βλέπουμε σε μουσεία ανοιχτά στους επισκέπτες, σε πλατείες ή σε άλλους ανοιχτούς χώρους. Οχι όμως πάνω σε επιφάνειες ιστορικών μνημείων που με το ζόρι τα χρησιμοποιούν καλλιτέχνες αυτού του είδους.

Τα γκραφίτι μπορεί να λειτουργήσουν σε χώρους – περάσματα. Οπως για παράδειγμα οι συρμοί τρένων, οι μάντρες ή οι προσωρινοί φράχτες σε κάποια κτίρια υπό ανέγερση ή υπό κατάρρευση. Πάντως το συγκεκριμένο στο Πολυτεχνείο δεν μοιάζει να είναι φιλοδοξία κάποιου που κάνει γκραφίτι. Θα έλεγα ότι παριστάνει τον ζωγράφο στον τοίχο του Πολυτεχνείου και ειδικά στο κτίριο που στέγασε τη Σχολή Καλών Τεχνών. Χωρίς μάλιστα να είναι και καλός ζωγράφος».

«ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΦΛΙΤΖΑΝΙ ΤΣΑϊ». Με αυτή την αγγλοσαξονική έκφραση περιγράφει την υπόθεση η επιμελήτρια σύγχρονης τέχνης Νάντια Αργυροπούλου. «Tο γεγονός ότι έγινε με τη διακριτική ανοχή, την ευγενικά αμήχανη αποστασιοποίηση και τον μαραμένο ζήλο της ασαφούς ριζοσπαστικότητας ενός ολόκληρου συστήματος με έκαναν να το δω τόσο έντονα και με τέτοιους όρους ώστε τελικά να μην το βλέπω. Καθώς έχει τις διαστάσεις μιας επικής επικράτησης που θέλει να γίνει viral, με στόχο μάλλον εύκολο και προφανή, δείχνει να είναι η απόλυτη ταυτολογία. Δηλαδή δεν κάνεις στην τραυματισμένη περιοχή γιγάντιο γκραφίτι για να ξεχωρίσεις».

«ΧΑΟΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ». Σε κάθε περίπτωση, τα γκραφίτι ως τέχνη ή πρακτική έχουν πολύ υψηλό κόστος. Κάθε επιφάνεια που βάφεται χρειάζεται πολλά χρήματα μέχρι και την ανάγκη χορηγού. Αυτή η μεγάλης κλίμακας έκταση στον τοίχο της οδού Στουρνάρη γωνία με Πατησίων προκαλεί και τεχνοοικονομικής φύσεως ερωτήματα στον καθηγητή Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ Παναγιώτη Τουρνικιώτη, ο οποίος ήδη θεωρεί κουραστική τη συζήτηση για τα γκραφίτι.

«Εδώ και καιρό έχουμε λατρέψει τους καλλιτέχνες γκραφίτι ή έχουμε εκφράσει τις αντιρρήσεις μας για επιφάνειες κτιρίων που χάθηκαν πίσω από συνθήματα, άπειρα tags και σχέδια. Για το Πολυτεχνείο, μου κάνει εντύπωση η κλίμακα και τα πολλά κιλά μπογιάς ενός χαοτικού σχεδίου όπου μία ομοιόμορφη κίνηση με άσπρο και μαύρο χρώμα ακολουθεί με κανονικότητα τον αρχιτεκτονικό κάνναβο των ψηλών παραθύρων του κτιρίου.

Μία δεύτερη εντύπωση μου κάνει το γεγονός ότι κάποιος ή κάποιοι (;) πλήρωσαν πολλές εκατοντάδες ευρώ για ένα έργο που η ολοκλήρωσή του χρειάζεται χρόνο και δεν γίνεται γρήγορα, ούτε καν σε ένα οκτάωρο. Το μνημείο λοιπόν έχει νέα εικόνα που τείνει να καταπιεί το κτίριο σε μια περιοχή που τίποτα δεν είναι καθαρό και υπάρχει ένας απίθανος θόρυβος για τα μάτια. Ποιος λοιπόν τώρα πια μπορεί να ενοχληθεί για οτιδήποτε;

Δείτε κι ένα άλλο παράξενο που δεν σχολιάστηκε: το ακριβώς δίπλα κτίριο επί της Στουρνάρη που βρίσκεται υπό κατάληψη από αναρχικούς ήταν το εργαστήριο του Βλάση Κανιάρη, καθηγητή της Καλών Τεχνών. Ηταν εκείνος ο οποίος επέστρεψε στην Αθήνα με τον αέρα της υπερβολικής πρωτοπορίας από το Παρίσι –Οι «Τοίχοι» του Κανιάρη αποτελούν, πιστεύω, τους προδρόμους του γκραφίτι και της street-art –και μέσα στην Καλών Τεχνών αντιμετώπισε τον πόλεμο της οργανωμένης Αριστεράς, δηλωμένης ως θεσμικής πρωτοπορίας».