Η εξαφάνιση του Βαγγέλη Γιακουμάκη, του 20χρονου κρητικού σπουδαστή της Γαλακτοκομικής Σχολής στον Κατσικά Ιωαννίνων, απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη τις τελευταίες είκοσι ημέρες. Κάθε μέρα που περνά έρχονται στο φως λεπτομέρειες από την καθημερινότητα που ζούσε στη σχολή με στοιχεία που έχουν αφετηρία την πραγματικότητα, αλλά διανθίζονται και από υπερβολή. Η υπόθεση του συνεσταλμένου σπουδαστή αναδεικνύει έναν, όπως φαίνεται, ακραίο εκφοβισμό τον οποίο βίωνε στωικά και αποτελεί, όπως όλα δείχνουν, το κλειδί για να απαντηθεί το ερώτημα τι του έχει συμβεί και γιατί. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θυμούνται την υπόθεση του Αλεξ, του εντεκάχρονου παιδιού από τη Βέροια.

Το πρόσωπο του Βαγγέλη Γιακουμάκη το τελευταίο εικοσαήμερο εμφανίζεται παντού μέσω του συναγερμού αναζήτησης ενηλίκων Silver Alert. Χιλιάδες άνθρωποι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν σπεύσει να δηλώσουν τη συμπαράστασή τους στην αγωνία που ζουν οι δικοί του άνθρωποι. Τα στοιχεία που τώρα έρχονται στο φως όμως παρέμεναν σφαλισμένα στη μικρή κοινωνία της Γαλακτοκομικής Σχολής: μεταξύ των σπουδαστών και των εκπαιδευτικών που είτε δεν γνώριζαν είτε δεν αντιλήφθηκαν ή απλώς προσπέρασαν. Εφιάλτες όπως αυτός που έζησε ο Βαγγέλης Γιακουμάκης ζουν πολλοί άλλοι ως θύματα εκφοβισμού

Η εξαφάνιση του 20χρονου αιφνιδίασε τους καθηγητές του καθώς ο Βαγγέλης, όπως λέει στα «ΝΕΑ» ο διευθυντής της Επαγγελματικής Σχολής Γαλακτοκομικής στα Ιωάννινα Κωνσταντίνος Μάντζαρης, φερόταν να είχε ξεπεράσει τα προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει πέρυσι, κατά τους πρώτους μήνες της φοίτησής του.

«Ο Βαγγέλης φαινόταν προβληματισμένος. Τους πρώτους μήνες που είχε ξεκινήσει τη σχολή πέρυσι ήταν μελαγχολικός. Μάλιστα, είχαμε φροντίσει, όπως κάνουμε με όλους τους μαθητές, να του δώσουμε δωμάτιο με ακόμη δύο συντοπίτες του. Είναι μια πάγια τακτική που ακολουθούμε, διότι πρόκειται για παιδιά που για πρώτη φορά εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και βρίσκονται να συγκατοικούν μεταξύ τους» λέει ο κ. Μάντζαρης.

Ο ίδιος εξηγεί πως ο Βαγγέλης όχι μόνο δεν ωφελήθηκε από τη συγκατοίκηση, αλλά εκδήλωσε και έντονη μελαγχολία. Ωστόσο, ουδείς από τους καθηγητές ήταν σε θέση να γνωρίζει εάν η μελαγχολία ήταν από την αλλαγή περιβάλλοντος, εάν είχε άλλα, προσωπικά, οικογενειακά ή συναισθηματικά προβλήματα ή εάν αντιμετώπιζε προβλήματα με τους συγκατοίκους του. Οπως και να είχε η κατάσταση, παρότι ο Βαγγέλης ήταν ενήλικος, ο διευθυντής ενημέρωσε τηλεφωνικά τους γονείς του.

Οπως λέει ο κ. Μάντζαρης, τον τελευταίο χρόνο δεν υπήρξε κάποια επίσημη καταγγελία ούτε από τον ίδιο ούτε από τους γονείς ούτε και από άλλους φοιτητές για περιστατικά εις βάρος του, όπως καταγγέλλονται τώρα. «Εμείς εδώ και έναν χρόνο δεν είχαμε καμία αναφορά, ώστε να την αξιολογήσουμε, ούτε και καμία επίσημη καταγγελία» λέει.

Στόματα ερμητικά κλειστά. Η σιωπή των θυμάτων εκφοβισμού πάντως, όπως διαπιστώνουν οι επιστήμονες, είναι κοινό χαρακτηριστικό τους. Πέρα από ό,τι υφίστανται, διστάζουν να κάνουν καταγγελία φοβούμενοι μεγαλύτερη διαπόμπευση και στιγματισμό.

Σύμφωνα με τη Βάσω Αρτινοπούλου, καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πάντειου Πανεπιστημίου, το bullying ή εκφοβισμός, όπως είναι ο ελληνικός όρος, δεν σταματά στην παιδική ή εφηβική ηλικία. Ατομα που έχουν μάθει να αναπαράγουν ή και να δέχονται παραβατικές συμπεριφορές από την παιδική ηλικία είναι πολύ εύκολα να γίνουν και θύτες και θύματα. Ειδικά όταν βρεθούν σε κλειστές κοινωνίες οι οποίες μάλιστα δεν έχουν τη δυνατότητα ελέγχου. «Ο εκφοβισμός είναι ένα στάδιο πριν από την κακοποίηση και συμβαίνει σε φυλακές και ιδρύματα που είναι κλειστοί, απομονωμένοι χώροι. Οπως επίσης μπορεί να εξελιχθούν τακτικές εκφοβισμού και σε έναν επαγγελματικό χώρο» επισημαίνει.

Σύμφωνα με την καθηγήτρια Εγκληματολογίας, υπάρχουν πολλές συμπεριφορές ή στάσεις ζωής που μπορούν να αποτελέσουν πεδίο ανάπτυξης εκφοβισμού. «Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον μέσο όρο για να πέσει θύμα εκφοβισμού. Ακόμη και ιδιαίτερα ήσυχος να είναι, μπορεί οι άνθρωποι που βρίσκονται στο περιβάλλον του να το θεωρήσουν αδυναμία και με παραβατικές συμπεριφορές να τον φέρνουν καθημερινά σε δύσκολη θέση για να αισθανθούν αυτοί καλύτερα».

«Το θύμα του εκφοβισμού είναι συνήθως άτομο που έχει κάποια ιδιαιτερότητα, ακόμη και έμφυτη εσωστρέφεια, λόγω της οποίας του είναι δύσκολο να υποστηρίξει τον εαυτό του και να βάλει όρια σε παραβατικές συμπεριφορές» λέει ηΙζέλ Κούρτζεν, σύμβουλος ψυχικής υγείας και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Συμβουλευτικής. Οπως προσθέτει: «Τα θύματα επιτρέπουν, για παράδειγμα, στον άλλον να τα βρίζει και δεν του ζητούν ποτέ να σταματήσει. Ετσι με έμμεσο τρόπο περνάει το μήνυμα στον θύτη ότι μπορεί να τα κακοποιήσει. Συνήθως είναι εσωστρεφή παιδιά και ο θύτης το γνωρίζει ότι δεν θα μιλήσουν»

Σε ό,τι αφορά τον θύτη, η κυρία Κούρτζεν επισημαίνει ότι είναι δύσκολο να μην έχει δεχθεί προηγουμένως ο ίδιος κακοποιητική συμπεριφορά, κατά κανόνα μάλιστα μέσα στην οικογένειά του.

«Και δεν μιλάμε μόνο για ξύλο. Κακοποιητική είναι και η αρνητική κριτική που δεχόμαστε από τους γονείς κατ’ εξακολούθηση. Δεν μένει κανένα ίχνος αυτοπεποίθησης σε αυτά τα άτομα. Ετσι, όταν το παιδί μαθαίνει ότι ο σωστός τρόπος για να σχετίζονται οι άνθρωποι είναι ο πιο δυνατός να πιάσει και να πιέσει τον αδύναμο, δεν έχουν να αναπαραγάγουν κάτι άλλο ως έφηβοι ή ενήλικοι» λέει η κυρία Κούρτζεν.

42% των εκπαιδευτικών και 56% των γονέων στη χώρα μας θεωρούν ότι περιστατικά σχολικής βίας υποβαθμίζονται ή αποσιωπούνται από τους παράγοντες της σχολικής κοινότητας