Κλείσε τα μάτια σου. Φαντάσου ένα παγκόσμιο στρατόπεδο πάνω σ’ ένα πεδίο μάχης. Ολοι οι πολεμιστές είναι άχρωμοι, ωχροί, ας πούμε… γκρίζοι. Είμαι κι εγώ εκεί. Πολεμάω κι εγώ. Νιώθω πως διαφέρω από τους άλλους πολεμιστές. Εγώ έχω χρώμα. Είμαι γαλανόλευκη κι αυτό με κάνει ξεχωριστή! Ή τουλάχιστον, με έκανε… Πάω να κάνω ένα βήμα. Μία κίνηση απειλητική που θα δώσει τέλος στον εχθρό μου και θα μου χαρίσει την ελευθερία. Μα ξαφνικά ένα αόρατο χέρι μ’ αρπάζει και με τραβάει πίσω. Συνειδητοποιώ ότι δεν έχω ελεύθερη βούληση.

Δεν πολεμάω όπως θέλω κι όπως μπορώ. Η γαλανόλευκή μου φιγούρα με τα χρόνια αρχίζει να θαμπώνει. Μοιάζει με τις άλλες φιγούρες του στρατοπέδου. Χάνει την ελαστικότητά της. Θυμίζει πιόνι ξεχασμένο. Πλέον φυτοζωώ… Μόνο το μυαλό μου λειτουργεί. Τουλάχιστον μπορώ να σκέφτομαι, να αντιλαμβάνομαι, να κρίνω! Κι αυτό με κάνει μερικώς ελεύθερη. Σκέφτομαι λοιπόν ότι σε αυτό το στρατόπεδο δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί.

Υπάρχουν μόνο κερδοσκόποι. Μήπως αυτό από μόνο του, τους κάνει όλους κακούς; Και αν είναι όλοι κακοί, τότε εγώ πού να πιστέψω, για ποιον να πολεμήσω; Κάθομαι στη μέση του στρατοπέδου και κοιτώ ψηλά τον γκρίζο ουρανό. Η τελευταία σκέψη που κάνω με γονατίζει. Είμαι πιόνι στο παιχνίδι κάποιου!

Οχι, η οικονομική κρίση δεν έχει αλλάξει τα παιχνίδια με τα οποία παίζω. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα φροντίζουν καλά για τη διασκέδασή μου. Ασχολούμαι με τον υπολογιστή μου, το tablet του πατέρα μου, το υπερσύγχρονο κινητό μου. Η εξέλιξη της τεχνολογίας κατάφερε να γίνει προσιτή οικονομικά και στους μεσοαστούς βλέπεις! Εχω γίνει τόσο καχύποπτη, που αρχίζω να πιστεύω ότι η τεχνολογία στόχο έχει να αποχαυνώνει τους ανθρώπους μπροστά σε οθόνες, για να σκέφτονται λιγότερο και να μην αντιδρούν σε αυτό που τους συμβαίνει.

Πολλές φορές νιώθω αγνώμων γιατί ίσως δεν εκτιμώ ότι οι γονείς μου έχουν ακόμη χρήματα για τα προς το ζην. Δεν μπορώ όμως να μη ζηλεύω κάποια στοιχεία από τις ιστορίες που μου έλεγε η γιαγιά μου όταν ήμουν μικρή.

Κλείσε τα μάτια σου ξανά. Φαντάσου όλους εμάς σε έναν καταπράσινο λόφο, χωρίς υπολογιστές, tablets, υπερσύγχρονα κινητά. Φαντάσου μας, να παίζουμε κυνηγητό, πεντόβολα, κρυφτό και να γελάμε δυνατά. Και όταν αποκάνουμε, να κοιτάμε τον γαλανόλευκο ορίζοντα που θα απλώνεται μπροστά μας. Να αφήνουνε το χρώμα του να μας λούζει με χρώματα ελληνικά και να μας μεταμορφώνει ξανά σε πολεμιστές με βούληση, όνειρα και μέλλον.

Οχι, δεν έχει αλλοιώσει η κρίση τον τρόπο που παίζω ούτε μου έχει στερήσει υλικά αγαθά. Είμαι βλέπεις από τις τυχερές! Εχει αλλάξει όμως ο τρόπος που βιώνω το παιχνίδι. Εχει αλλοιωθεί το βλέμμα του πατέρα μου όταν μου κάνει κάποιο δώρο γιατί ξέρω ότι του στερώ χρήματα από το υστέρημά του. Οτι αγωνιά για το αν θα φτάσουν τα χρήματα για τον επόμενο μήνα.

Για να με σπουδάσει. Για να έχω να μείνω κάπου όταν τελειώσω το πανεπιστήμιο. Για να με παντρέψει. Συνέχεια αγωνιά. Πλέον μπορώ να καταλάβω και συμμερίζομαι την αγωνία του. Το μόνο που μένει αναλλοίωτο είναι το ύφος του μικρού μου αδελφού όταν παίζω μαζί του. Ισως γιατί δεν μπορεί να καταλάβει όσα εγώ αντιλαμβάνομαι που είχα την «τύχη» να μεγαλώσω πιο γρήγορα. Και όταν ζηλεύω γι’ αυτό.