Το πρώτο βήμα στη θέσπιση διαγνωστικών και θεραπευτικών πρωτοκόλλων κάνει ο ΕΟΠΥΥ θέτοντας σε εφαρμογή κατευθυντήριες οδηγίες. Στην πράξη οι οδηγίες αυτές αποτελούν πυξίδα για την αντιμετώπιση ασθενών ανά πάθηση, με στόχο να αποφεύγουν μεταξύ άλλων οι γιατροί τις περιττές εξετάσεις.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ οι οδηγίες για πρωτόκολλα είναι καθιερωμένη επί δεκαετίες πρακτική σε όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, στη χώρα μας η έλλειψη συντονισμένης πολιτικής καθοδήγησης των παρόχων υγείας έχει οδηγήσει σε γιγάντωση των φαινομένων προκλητής ζήτησης.

Ετσι, σε πρόσφατη υπουργική απόφαση μπήκαν «κόφτες» στη συνταγογράφηση εξετάσεων που φαίνεται να προτιμούν οι γιατροί.

Για παράδειγμα, στις κατευθυντήριες οδηγίες διευκρινίζεται ότι η μαγνητική τομογραφία μαστού – κοστίζει 165 ευρώ και είναι η πιο ακριβή εξέταση για την πρόληψη του καρκίνου του στήθους – «δεν αποτελεί εργαλείο γενικού πληθυσμιακού ελέγχου».

Ειδικότερα, η συγκεκριμένη εξέταση θα αιτιολογείται μόνο σε γυναίκες υψηλού κινδύνου, όπως σε γυναίκες στις οποίες έχει διαπιστωθεί η μετάλλαξη στα ένοχα γονίδια για την ανάπτυξη καρκίνου BRCA-1 και BRCA-2 ή στην περίπτωση που έχουν εντοπισθεί παθολογικά ευρήματα και χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.

Αντίθετα σε ό,τι αφορά την απλή μαστογραφία οι οδηγίες είναι πιο ελαστικές σε σχέση με το παρελθόν: δικαιολογείται στις ασφαλισμένες άνω των 40 ετών εξέταση κάθε χρόνο, ενώ στο παρελθόν προβλεπόταν προληπτικός έλεγχος ανά δύο χρόνια.

Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τη μέτρηση οστικής πυκνότητας (κόστους 35,22 ευρώ) ορίζεται μεταξύ άλλων ότι για ασθενείς άνω των 65 ετών χωρίς παράγοντες κινδύνου η επενεξέταση δικαιολογείται ανά πενταετία.

Επιπλέον, σε ασθενείς με αύξηση της τιμής του PSA δικαιολογείται μεν επανάληψη όσο συχνά απαιτείται, όμως τα παραπεμπτικά θα τα υπογράφει μόνο ειδικός ουρολόγος.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι οδηγίες για τις μαγνητικές τομογραφίες. Στο «αλφαβητάρι» των γιατρών για τη διερεύνηση της αιτίας που προκαλεί πόνο στη μέση, στον αυχένα ή στον ώμο, το «Α» είναι ο έλεγχος μέσω ακτινογραφίας. Και μόνο εάν η ακτινογραφία δεν δώσει σαφή ευρήματα δικαιολογείται από τον ΕΟΠΥΥ η παραπομπή του ασθενούς για τη διενέργεια ακριβότερων εξετάσεων όπως είναι το υπερηχογράφημα ή η μαγνητική τομογραφία.

Πάντως, όπως διευκρινίζει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του ΕΟΠΥΥ Δημήτρης Κοντός, «οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν είναι δεσμευτικές και σε κάθε περίπτωση που επιβάλλεται διαφορετική πρακτική ο γιατρός υποχρεούται απλώς να αιτιολογήσει την αναγκαιότητα της διαγνωστικής πράξης που επέλεξε».