Η επανάσταση των υπολογιστών δεν… σταμάτησε στο Δημόσιο. Αυτό αποδεικνύει το προφίλ του προσωπικού του, καθώς βάσει των επικαιροποιημένων στοιχείων του μητρώου μισθοδοτούμενων σε δημόσιους φορείς προκύπτει ότι η πλειονότητα των υπαλλήλων τούς αντιμετωπίζει ως «διακοσμητικά» των γραφείων. Ετσι, με την αξιολόγηση να βρίσκεται προ των πυλών, οι ανάγκες ανανέωσης του δυναμικού της δημόσιας διοίκησης ή επιμόρφωσής του φαντάζει απολύτως αναγκαία.

Το 60% των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι σε θέση καν να γράψει κάποιο κείμενο σε αυτούς, ενώ αντίστοιχο είναι το ποσοστό όσων αγνοούν τις δυνατότητες του Διαδικτύου. Με τα δεδομένα αυτά μπορεί και να θεωρείται λογικό ότι ακόμη περισσότεροι – το 64% του προσωπικού – δεν χρησιμοποιούν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Κάπως έτσι, όμως, εξηγείται και το ποσό των 500 εκατομμυρίων ευρώ που κοστίζει ετησίως η χρήση χαρτιού στο Δημόσιο και φιλοδοξία είναι να περιοριστεί με την κατάργηση του παραδοσιακού τρόπου διακίνησης χειρόγραφων εγγράφων, κάτι το οποίο επιχειρεί να τρέξει η αρμόδια υφυπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Εύη Χριστοφιλοπούλου.

Και αν κάποιος βιαστεί να πει ότι ένας οδηγός απορριμματοφόρου ή μία καθαρίστρια δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τα μυστικά του Διαδικτύου, τα στοιχεία ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο των δημοσίων υπαλλήλων έρχονται να τον διαψεύσουν. Πάνω από το 50% αυτών είναι πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης, γεγονός που θεωρητικά σημαίνει ότι θα έπρεπε να γνωρίζουν τουλάχιστον τη διαδικασία της επεξεργασίας κειμένου.

Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Μητρώου, υπάρχει άλλο ένα ποσοστό 11% το οποίο καταγράφεται ως ειδικών θέσεων. Πρόκειται δηλαδή μεταξύ άλλων για τους γενικούς γραμματείς, τους ειδικούς συμβούλους και συνεργάτες ή τους επιστημονικούς συνεργάτες σε φορείς του Δημοσίου οι οποίοι, επίσης θεωρητικά, απαιτείται για την πρόσληψή τους να έχουν γνώσεις ηλεκτρονικού υπολογιστή.

ΤΑ ΠΤΥΧΙΑ. Η έλλειψη γνώσεων στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν είναι η μοναδική. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν εμφανίζονται και ιδιαιτέρως γλωσσομαθείς. Γνώση της κυρίαρχης ευρωπαϊκής γλώσσας, τα αγγλικά, διαθέτει μόνον ένας στους τέσσερις υπαλλήλους.

Η εικόνα είναι ακόμη πιο απογοητευτική σε ό,τι αφορά τη γνώση γαλλικών, όπου δηλώνει ότι μπορεί να μιλήσει μόνο το 5,3%, ενώ ακόμη χαμηλότερο είναι το ποσοστό ως προς τη γνώση γερμανικών από τους δημοσίους υπαλλήλους: μόλις το 3,3% έχει σχετικές περγαμηνές.

Τα διπλώματα δεν είναι στο… φόρτε τους και σε ό,τι αφορά την απόκτηση γνώσεων μετά την ολοκλήρωση της ανώτατης εκπαίδευσης. Ενας στους δέκα δημοσίους υπαλλήλους έχει αποκτήσει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών. Στο 3,5% ανέρχεται το ποσοστό του προσωπικού που έχει διδακτορικό δίπλωμα.

Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι τυχαίος ο στόχος του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκου Μητσοτάκη, να αξιοποιηθεί η δυνατότητα της συμφωνίας με την τρόικα για 15.000 νέες προσλήψεις σε αντικατάσταση του αντίστοιχου αριθμού απολύσεων που πρέπει να γίνουν μέχρι το τέλος του έτους για τοποθέτηση στο Δημόσιο νέου, υψηλών προσόντων και εξειδικευμένου προσωπικού.

ΟΙ ΗΛΙΚΙΕΣ. Οι ανατροπές στο Δημόσιο και ο δραστικός περιορισμός νέων προσλήψεων αποτυπώνονται και στην ηλικιακή σύνθεση του προσωπικού του. Μόνο οι τρεις στους δέκα υπαλλήλους είναι ηλικίας 20 έως 39 ετών, ενώ το ποσοστό όσων ανήκουν στο πραγματικά «νέο αίμα» – δηλαδή σε ηλικίες 20 έως 29 ετών – δεν ξεπερνά το 7%. Κατά τα λοιπά, ηλικίας από 40 έως 49 ετών είναι οι 222.857 εργαζόμενοι, από 50 έως 59 ετών 150.049 και υπάρχουν 24.845 δημόσιοι υπάλληλοι ηλικίας άνω των 60 ετών.

Οπως είναι αναμενόμενο, οι γυναίκες δημόσιοι υπάλληλοι εγκαταλείπουν σε μικρότερη ηλικία το Δημόσιο καθώς ενδεχομένως μπορούν να συνταξιοδοτηθούν. Ετσι, στην ηλικιακή κατηγορία 60 και άνω οι 17.557 είναι άνδρες και οι 7.288 γυναίκες, ενώ στην κατηγορία 50 έως 59 ετών οι 79.213 είναι άνδρες και οι 70.836 γυναίκες. Αντιθέτως, στις νεότερες ηλικίες το Δημόσιο εμφανίζεται περισσότερο ανδροκρατούμενο. Οι γυναίκες υπολείπονται 17.500 των ανδρών στις ηλικίες 40 έως 49 ετών. Περίπου 19.000 λιγότερες είναι οι γυναίκες από τους άνδρες στις ηλικίες 20 έως 39 ετών.