Εκείνο το καλοκαίρι δεν ήταν σαν τα άλλα. Από όσα θυμάμαι, το καλοκαίρι του 2004 ήταν το καλύτερο, με συγκινήσεις έντονες και εμπειρίες πρωτόγνωρες.
Ημουν εθελόντρια στις τελετές έναρξης και λήξης στους Ολυμπιακούς και στους Παραολυμπιακούς, καθώς και στο τένις των Παραολυμπιακών.
Σχεδόν τέσσερις αξέχαστοι μήνες πέρασαν με πολύωρες πρόβες για τις τελετές, που ξεκίνησαν στον Ασπρόπυργο και κατέληξαν στο Ολυμπιακό Στάδιο, γιαπί ακόμα, έναν μήνα πριν από την έναρξη των Αγώνων. Η τοποθεσία στον Ασπρόπυργο παρέμεινε μυστική, μακριά από αδιάκριτα μάτια, και άδικα προσπαθούσαν τα κανάλια να την ανακαλύψουν, γεγονός εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι στις πρόβες συμμετείχαν χιλιάδες κόσμου.

Από μικρή είχα μια τρέλα με τους Ολυμπιακούς και έτσι, όταν έγινε το κάλεσμα για τους εθελοντές, δεν έχασα την ευκαιρία να κάνω αίτηση. Αλλά αυτό που με ενδιέφερε ήταν αποκλειστικά οι τελετές. Ηθελα να δω για πρώτη φορά «από μέσα», πώς χτίζονταν βήμα βήμα.

ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟ. Ο τομέας που διάλεξα ως εθελόντρια τεχνικής υποστήριξης ήταν το φροντιστήριο, το τμήμα που φροντίζει για τα χιλιάδες αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν στις πρόβες και στις τελετές. Από τις βεντάλιες που κρατούσαν οι Ταναγραίες και το ρόπαλο του Ηρακλή στα άρματα μέχρι τις σημαίες στην παρέλαση των αθλητών και το κοντάρι που στήριζε τον Κένταυρο. Κοντά 280 εθελοντές δούλευαν εκεί μαζί με τους υπεύθυνους των τμημάτων, που είχαν προσληφθεί από την εταιρεία παραγωγής Τζακ Μόρτον.
Ηταν το μόνο τμήμα που συμμετείχε σε όλη τη διάρκεια της τελετής κι έτσι είχα την ευκαιρία να δω τα άρματα, τον Ερωτα, τα νταούλια, το χάρτινο το καραβάκι, όλα τα κομμάτια της τελετής, να παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά μου. Και, βέβαια, τον υπέροχο κατακόκκινο Κένταυρο, στην ομάδα του οποίου κατέληξα έπειτα από ενάμιση μήνα, όταν ξεκίνησε τις δικές του πρόβες.
Τον ρόλο του Κενταύρου είχε αναλάβει ο χορευτής και χορογράφος Χρήστος Παπαδόπουλος. «Ο Δημήτρης Παπαϊωάνου ήθελε έναν Κένταυρο μη ρεαλιστικό, συμβολικό, που ενεργοποιεί με το ακόντιό του την πορεία της τέχνης και της ανθρώπινης σκέψης. Ο άνθρωπος-κύβος (που εμφανιζόταν στη συνέχεια της τελετής) συμβολίζει τη λογική. Οταν γυρίζω προς το μέρος του και τον χαιρετώ, του παραδίδω τη σκυτάλη» μου είχε πει τότε ο Χρήστος.

Αυτό το αλληγορικό ταξίδι στην εξέλιξη της συνείδησης του ανθρώπου ήταν και το αγαπημένο μου σε ολόκληρη την τελετή.

ΤΟ ΒΙΔΩΜΑ. Τη δύσκολη κατασκευή του Κενταύρου ανέλαβαν δύο άγγλοι μηχανικοί, κτίζοντάς τον γύρω από το καλούπι του σώματος του χορευτή. Οι δυο τους είχαν πείρα από χολιγουντιανές παραγωγές και είχαν φτιάξει τον Δούρειο Ιππο στην ταινία «Τροία». H δική μου δουλειά ήταν το βίδωμα και το ξεβίδωμα του Χρήστου μέσα στο κοστούμι του Κενταύρου. Ακούγεται εύκολο αλλά στην πράξη δεν ήταν. Την πρώτη φορά που το δοκίμασα μου έπεσαν και οι βίδες και το κατσαβίδι μπροστά σε έξι άτομα που με παρακολουθούσαν με προσοχή. Γρήγορα όμως έγινα άσος στο βίδωμα. Και η ευθύνη της κίνησής του έπεσε πάνω μου.
Δεν έλειψαν τα ευτράπελα από τις δύο γενικές πρόβες, σε ένα κατάμεστο στάδιο, αλλά η ίδια η τελετή κύλησε σχεδόν άψογα, ένα εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο, αν σκεφτεί κανείς ότι έπρεπε να συντονιστούν περίπου 8.000 άτομα, εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου. Δέκα χρόνια αργότερα ακόμα είναι σημείο αναφοράς.
Σαν εμπειρία, οι Παραολυμπιακοί Αγώνες διέφεραν πολύ. Ηταν κάτι πρωτόγνωρο και πολύ ενθαρρυντικό να βλέπει κανείς από κοντά ανθρώπους να ξεπερνούν τα προβλήματα που τους δημιουργεί η αναπηρία τους με τόση θέληση και αυτοπεποίθηση. Επί δύο εβδομάδες τους παρακολουθούσα συγκινημένη. Η δύναμή τους ήταν μεταδοτική και ελπιδοφόρα.

Ναι, εκείνο το καλοκαίρι δεν ήταν σαν όλα τα άλλα. Από όσα θυμάμαι, ήταν το καλύτερο. Κι ας έχουν περάσει 10 ωραία χρόνια.