Υπάρχουν δεκαετίες στις οποίες τίποτα δεν συμβαίνει και υπάρχουν εβδομάδες στις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες, έγραφε ο Λένιν σε μια πρωτότυπη ανάγνωση του πυκνού ιστορικού χρόνου. Στην περίπτωση της επετείου μας μάλλον δικαιώνεται.

Δέκα χρόνια άλλωστε, από τις 13 Αυγούστου 2004 –όταν άναψαν τα φώτα της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας –τα γεγονότα και οι μετασχηματισμοί που σημειώθηκαν στη χώρα άλλαξαν τόσο πολύ την εικόνα και τη μέση ψυχολογία του Νεοέλληνα που όλα είναι αλλιώς. Και όλα συντελέστηκαν γρήγορα, ταξιδεύοντας με όρους διακτινισμού από την «εθνική» συναίνεση και ανάταση μέχρι τη μνημονιακή διαιρετική τομή.

Ηταν καλοκαίρι του 2004. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες επέστρεφαν στην πατρίδα τους. Η τελετή έναρξης υπό την μπαγκέτα του χορογράφου και σκηνοθέτη Δημήτρη Παπαϊωάννου είχε τη σημειολογία της. Εξάλλου η ανάθεση εκ μέρους της Οργανωτικής Επιτροπής του 2004 στο άλλοτε τρομερό παιδί της Ομάδας Εδάφους που ανέβαζε παραστάσεις μαζί με την Αγγελική Στελλάτου σε καταλήψεις είχε την σημασία της. Η «εθνική ιδέα» του 2004 χωρούσε τους πάντες και η «σιδηρά κυρία» τού τότε Γιάννα Αγγελοπούλου φωτογραφιζόταν με τον εναλλακτικό καλλιτέχνη Παπαϊωάννου.

Ο δε τελευταίος είχε το δικό του σχέδιο για την τελετή έναρξης, που πάντως συζητήθηκε έντονα για ζητήματα όπως η συνέχεια του Ελληνισμού, ο ήπιος «εθνικισμός» της ματιάς του, η τσαρουχική αισθητική του, που πάντως συγκίνησε μια μεγάλη μερίδα του κόσμου και της ομογένειας που το βράδυ της 13ης Αυγούστου παρακολουθούσε συγκινημένη τη θριαμβική είσοδο τυμπανιστών στο κατάμεστο ΟΑΚΑ, τη φλόγα-κομήτη που άναβε τους πέντε ολυμπιακούς κύκλους φωτιάς και βέβαια το χάρτινο καραβάκι με την ελληνική σημαία και το παιδάκι. Τα 47 μπουζούκια των Επόμενων του Θανάση Πολυκανδριώτη ήταν επίσης μια εικόνα εκείνης της τελετής (σήμερα το μπουζούκι, μετά τον αγώνα του Πολυκανδριώτη και άλλων, μπήκε στο Ωδείο Αθηνών για πρώτη φορά).

Το φλας μπακ της ελληνικότητας ήταν εκεί μαζί με τον φτερωτό Ερωτα (τον υποδυόταν ο χορευτής Γιάννης Μανταφούνης) που πετούσε πάνω από τα κεφάλια θεατών, εθελοντών και αθλητών και ο Ζακ Ρογκ θα πει με σπασμένα ελληνικά: «Εφκαριστούμε Αθένα, εφκαριστούμε Ελλάντα». Η διοργάνωση κρίθηκε απόλυτα πετυχημένη (όσο κι αν κρύψαμε κάτω από το χαλάκι της συλλογικής λήθης την υπόθεση Κεντέρη – Θάνου). Και στην τελετή λήξης (που παρά το χύμα του λαϊκού γλεντιού που είχε και μια τούμπα από τον Σάκη Ρουβά όταν ερμήνευε το «Καραπιπερίμ» έμοιαζε πιο συνεπής με τον μέσο ελληνικό τρόπο) έφτασε και η Γιάννα Αγγελοπούλου να ρίχνει τον χορό της στις κερκίδες.

Ηταν το καλοκαίρι των πανηγυρισµών, της «εθνικής οµοψυχίας» και της περηφάνιας. Ακόµη και το συνεπές ΚΚΕ έµοιαζε να κάνει τα στραβά µάτια παρά το υψηλό κόστος της διοργάνωσης –που ακόµη αναζητούµε.

Παρ’ όλα αυτά δεν είχε µόνον πετυχηµένους Ολυµπιακούς ο τότε χάρτης. Ούτε απλά και µόνο την εθνική εικονογράφηση του Δηµήτρη Παπαϊωάννου που χώρεσε τον ελληνικό λυρισµό και τη χαρµολύπη του λαού µε µπόλικα κορµιά και αναπαραστάσεις από όλες τις ιστορικές περιόδους του έθνους.

ΤΟ ΠΕΙΡΑΤΙΚΟ. Είχε προηγηθεί µια ιαχή που απλώθηκε από τον Εβρο µέχρι την Κρήτη. Το Πειρατικό της Εθνικής Ελλάδας στο ποδόσφαιρο είχε πράξει το ακατόρθωτο, είχε σηκώσει το τιµηµένο Euro 2004 στην Πορτογαλία και ο Χαριστέας και τα άλλα παιδιά είχαν οδηγήσει τους Ελληνες σε ένα διαρκές πανηγύρι. Ποιος θυµάται, παρ’ όλα αυτά, πως η εθνική ανάταση των τότε ηµερών θα οδηγούσε τον Σεπτέµβριο του 2004 στη δολοφονία ενός Αλβανού µετά την νίκη της Εθνικής Αλβανίας επί της Ελλάδας; Οχι, το 2004 δεν είχαµε ακόµη µια κοινοβουλευτική Χρυσή Αυγή, αλλά το λίπασµα της φαιάς ιδεολογίας ήταν από τότε διάχυτο και αθροιζόµενο µε την κρίση έχει φτιάξει σήµερα τη δική του εξίσωση εφιάλτη και µίσους. Είπαµε όµως: Αλλο το 2004, άλλο το 2014. Τότε η Αθήνα ήταν έστω και για τις περίπου τριάντα ηµέρες των Αγώνων καθαρή. Προσόψεις πολυκατοικιών αναπλάστηκαν. Συµπατριώτες µας έβαλαν σε ενοίκιο τα σπίτια τους στην πρωτεύουσα για τις ηµέρες των Αγώνων. Τα νέα µέσα µαζικής µεταφοράς όπως το τραµ (που άρχισε τη λειτουργία του το 2004 και σύνδεσε το παραλιακό µέτωπο µε το κέντρο της Αθήνας) έδειχναν να διανύουν το καλοκαίρι της αφοµοίωσής τους ενώ έστω και στο τσακ τα ολυµπιακά έργα παραδόθηκαν στην ώρα τους και παρά τις ασθενείς απεργίες δυναµικής µερίδας οικοδόµων του ΚΚΕ που αργότερα διαγράφηκαν από το κόµµα.

Είπαµε, όλα κινούνταν στην τροχιά της εθνικής συναίνεσης, ενώ στο κάδρο της εκείνο το καλοκαίρι χώρεσαν και οι εξήντα χιλιάδες εθελοντές. Νέοι άνθρωποι µε καπέλα, Τ-shirt και διαπιστεύσεις έδωσαν τότε τον καλύτερό τους εαυτό σε πλευρές της διοργάνωσης, και όχι βέβαια επειδή «ο Ελληνας έχει τη νίκη στο DNA του», όπως ατυχέστατα είχε δηλώσει γνωστή αθλήτρια εκείνο το καλοκαίρι. Μάλλον φιλότιµο επέδειξαν και µια κάποια στράτευση που πάντα ενεργοποιείται σε εποχές εθνικών ιδεών.

Κοιτώντας σήµερα προς τα πίσω, φαίνεται όλο αυτό τόσο µακρινό. Μια πόλη-ρολόι, διοργάνωση ασφαλής και πετυχηµένη, καθαριότητα, τάξη. Μην ξεχνάµε πως το 2004 (δύο χρόνια µετά την εξάρθρωση της τροµοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέµβρη) κρίθηκε ασφαλές ακόµη και από τους καχύποπτους σε αυτά Αµερικανούς. Βοήθησε στην εξωτερική εικόνα, εξάλλου, µια σκηνή που µπορεί να µη θυµάστε από το εθνικό εκείνο καλοκαίρι: το υπερσύγχρονο αερόπλοιο (ζέπελιν) πραγµατοποίησε την πρώτη του δοκιµαστική πτήση στις 23 Ιουλίου και την πρώτη του περιπολία µε πλήρωµα αστυνοµικούς στον αττικό ουρανό που θα έκανε και τον Τζορτζ Οργουελ να ζηλέψει. Λεπτοµέρεια: το αερόπλοιο λεγόταν «Φοίβος», όπως και ο άνδρας της µασκότ του 2004.

Οχι όµως, το 2004 δεν ήταν µόνο Αγώνες. Ισως απλά η διοργάνωση υπήρξε ο µέγας επιταχυντής µιας ανασυγκρότησης. Μπορεί, για παράδειγµα, το αεροδρόµιο στα Σπάτα να άρχισε να λειτουργεί ήδη από τον Μάρτιο του 2001, αλλά το όραµα των Αγώνων έπαιξε τον ρόλο του και άφησε την κληρονοµιά του. Ακόµη και έναν χρόνο µετά, το 2005, οι πανηγυρισµοί συνεχίστηκαν µε δύο άλλες αφορµές, δίνοντας µια µικρή παράταση στη συλλογική χαρά. Η κατάκτηση του Ευρωµπάσκετ από την εθνική οµάδα σε Σερβία και Μαυροβούνιο και η νίκη στη Γιουροβίζιον µε το «My Number One και την Ελενα Παπαρίζου µοιάζουν τώρα µε τους σπασµούς της παλιάς Ελλάδας και της εικόνας της πριν από το δραµατικό διάγγελµα του Γιώργου Παπανδρέου από το Καστελόριζο (23 Απριλίου 2010) και την υπαγωγή της χώρας στον Μηχανισµό Στήριξης και στην υπογραφή του Μνηµονίου. Οι προβολείς των ολυµπιακών ακινήτων σήµερα παραµένουν σβηστοί, τα εθνικά ολυµπιακά «παλάτια» παραµένουν κουφάρια (τα σπασµένα καθίσµατα στο ανοιχτό κολυµβητήριο του ΟΑΚΑ είναι απλώς ενδεικτικά) ενώ το πρόσφατο οδοιπορικό της «Ντέιλι Μίρορ» σε αυτά δεν ήταν και η καλύτερη προβολή για τη χώρα µας.

ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ. Εγκατάλειψη και µη αξιοποίηση είναι οι δύο λέξεις που θα µπορούσαν µε επιείκεια να περιγράψουν τη συνθήκη ενώ, σαν µια τραγική ειρωνεία, ο υδροβιότοπος έχει ξαναζωντανέψει στη σκιά του Ολυµπιακού Κωπηλατοδροµίου στον Σχινιά. Δέκα χρόνια µετά, λέξεις και ονόµατα όπως Καλατράβα, τελετή έναρξης, Αγώνες, Εuro 2004 έχουν αντικατασταθεί από Μνηµόνιο, κρίση, ΕΝΦΙΑ (Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων). Το πολυεθνικό ποτάµι που πληµµύρισε την Αθήνα για εκείνες τις ηµέρες δεν είναι ακριβώς το ίδιο µε το πολυεθνικό τζετ σετ που άνοιγε σαµπάνιες πριν από µερικές ηµέρες στο Nammos της Μυκόνου, στη συναυλία του Ρέµου και του Χούλιο Ιγκλέσιας. Ο θυµός έχει βάλει στη Βουλή τη Χρυσή Αυγή, η διαιρετική τοµή που επέφεραν τα Μνηµόνια µοιάζει ανεπούλωτη. Α! Και ο Γιώργος Καραγκούνης στα 37 του χρόνια, µόλις αποσύρθηκε από την διεθνή δράση µετά τον αποκλεισµό της Ελλάδας από τις «16» του πρόσφατου Μουντιάλ στη Βραζιλία. Δέκα χρόνια µετά η Ελλάδα δεν εκπέµπει ακριβώς την αισιόδοξη εικόνα του 2004 και ο µελαγχολικός οδηγός στην Κηφισίας –που δεν έχει πάει διακοπές αυτές τις ηµέρες –δεν θυµάται καν ότι από το ύψος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας έως τον ανισόπεδο κόµβο µε την Αττική Οδό είχε σχεδιαστεί και ενεργοποιηθεί ένα τµήµα της λεγόµενης ολυµπιακής λωρίδας, δέκα χρόνια πριν.