Το ασημί τζιπ έστριψε στο στενό δρομάκι και σταμάτησε απότομα ακριβώς μπροστά στον Ντινκάς. Δευτερόλεπτα αργότερα τέσσερις άνδρες της Ομάδας Πρόληψης και Καταστολής Εγκλήματος βγήκαν από το αυτοκίνητο και ακροβολίστηκαν κατά μήκος του δρόμου. Κρατώντας φακούς και περνώντας ανάμεσα από τελάρα με οπωροκηπευτικά και κατσαρόλες που βράζουν, ήλεγξαν πρώτα τα μαγαζιά της Γερανίου. Επειτα, μπήκαν στις εγκαταλειμμένες εισόδους των πολυκατοικιών, κοίταξαν κάτω από τις σπασμένες πλάκες του πεζοδρομίου και πίσω από μισογκρεμισμένες μάντρες. Αρκετή ώρα αργότερα το μοναδικό αποτέλεσμα της επιχείρησης ήταν δέκα περίπου πακέτα λαθραία τσιγάρα και η προσαγωγή του κατόχου τους. Τζίφος δηλαδή.

Εχουν περάσει τρία χρόνια, από τότε που ο Ντινκάς έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Με τις λιγοστές του οικονομίες άνοιξε ένα μικρό μαγαζί σερβίροντας φτηνό φαγητό ελπίζοντας ότι κάποτε θα καταφέρει να φέρει στην Ελλάδα την οικογένειά του που έχει αφήσει πίσω στο Μπανγκλαντές. Τώρα στέκει αμίλητος σε μια γωνία αποφεύγοντας να κοιτάξει τους αστυνομικούς. Μόνο όταν έρχεται η ώρα να ελέγξουν το δικό του μαγαζί, αναστενάζει βαθιά. «Κάθε βράδυ γίνεται ακριβώς το ίδιο, πολλές φορές και δυο ή τρεις φορές την ημέρα. Υπάρχουν τσιλιαδόροι που βλέπουν από μακριά την Αστυνομία και μας ειδοποιούν, πολύ πριν φτάσει εδώ. Συχνά, τα παιδιά παρατάνε το φαγητό στη μέση και φεύγουν χωρίς να πληρώσουν. Πόσο ακόμα θα αντέξω αυτή την κατάσταση;» μου ψιθυρίζει.Πίσω στην σκοτεινή κουζίνα ο Φαΐν προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος. Ασθμαίνοντας πάνω από τους καπνούς ανακατεύει το κρέας μαζί με το ρύζι σε μια τεράστια κατσαρόλα προσθέτοντας συνεχώς μπαχαρικά. Το μενού σήμερα έχει τηγανητό κοτόπουλο ή βραστό μοσχάρι συνοδευόμενο από ρύζι και μια λευκή καυτερή σάλτσα που ονομάζεται τσάκνι. Και όλα αυτά δεν κοστίζουν πάνω από 2,50 ευρώ.

«Σπάνια θα δεις Ελληνα εδώ». Με σπαστά ελληνικά μού εξηγεί ότι έχει συνηθίσει τους καθημερινούς ελέγχους και τις συνεχείς προσαγωγές. «Είμαι νόμιμα στη χώρα, αλλά και πάλι με πάνε στο τμήμα για έλεγχο. Η Αστυνομία έρχεται σε αυτή την περιοχή, καθώς εδώ συχνάζουν μόνο μετανάστες. Πολύ συχνά γίνονται φασαρίες, γι’ αυτό και σπάνια θα δεις Ελληνα εδώ. Αρκετές φορές γίνονται άγριοι καβγάδες μπροστά στο μαγαζί και βγαίνουν όπλα ή ακόμα και μαχαίρια. Βέβαια η κατάσταση τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει, καθώς οι περισσότερες πιάτσες έχουν σπάσει και το Κέντρο έχει ερημώσει. Μόνο λαθραία τσιγάρα και κάποια ελαφρά ναρκωτικά μπορείς να βρεις εδώ».

Ακριβώς δίπλα, στην εγκαταλειμμένη είσοδο μιας παλιάς πολυκατοικίας κρυμμένος πίσω από τα σκουριασμένα κάγκελα έχει στηθεί ένας πρόχειρος πάγκος που φτιάχνει πίτες, τσάι, καφέ και πάαν. Το πάαν είναι ένα δημοφιλές διεγερτικό που παρασκευάζεται από φύλλα μπέτελ, στα οποία τυλίγουν ταμπάκο, αποξηραμένους καρπούς και διάφορα μυρωδικά. Ο συνδυασμός αυτών των υλικών δημιουργεί μια ισχυρή διεγερτική ουσία που αφήνει έντονο κόκκινο χρώμα ενώ πολλοί ισχυρίζονται ότι επιφυλάσσει σοβαρούς κινδύνους για την υγεία, όπως καρκίνο του στόματος και του στομάχου. Ολα αυτά βέβαια δεν φαίνεται να πτοούν τους μετανάστες, πακιστανικής και μπανγκλαντεσιανής κυρίως καταγωγής, που συρρέουν για να αγοράσουν ένα γεμισμένο φύλλο με μόλις μισό ευρώ.

Το τζιπ της Αστυνομίας έχει ήδη απομακρυνθεί και οι μετανάστες συγκεντρώνονται και πάλι στο στενάκι της Γερανίου. Πολλοί μπαίνουν στο μαγαζί του Ντινκάς για να πιουν τσάι και να απολαύσουν το παραγεμισμένο πιάτο που θα τους σερβίρει ο Φαΐν. Αργότερα, κάποιοι θα καθήσουν στο πεζοδρόμιο μασουλώντας πάαν μέχρι αργά το βράδυ. Μέχρι τη στιγμή που το τζιπ θα κάνει και πάλι την εμφάνισή του στην γωνία. Τότε θα κρυφτούν και πάλι στις καβάτζες αφήνοντας μισοτελειωμένο το φαγητό τους. Το αυθεντικό φαγητό δρόμου.