Ενας αρχιφύλακας των ΜΑΤ, ένας απόστρατος αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος και μια τραπεζική υπάλληλος μετείχαν στο πολυμελές κύκλωμα με αρχηγικά στελέχη δυο συνταξιούχους ναυτικούς που με πλωτά μέσα μετέφεραν συστηματικά από την Τουρκία μη νόμιμους μετανάστες και στη συνέχεια τους προωθούσαν στη χώρα αλλά και στο εξωτερικό.

Κατα τη διερεύνηση της υπόθεσης συνελήφθη και ένας ανώτερος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. με το βαθμό του αστυνομικού διευθυντή για άλλη υπόθεση που δεν έχει καμμία σχέση με τη δράση του κυκλώματος.

Σε βάρος του σχηματίσθηκε αυτοτελής δικογραφία για υπεξαγωγή εγγράφων, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου και παράβαση καθήκοντος.

Το δίκτυο είχε αναπτύξει δράση τουλάχιστον από το 2012 και από κάθε μη νόμιμο μετανάστη έπαιρναν ως αμοιβή 2.000-3.000 ευρώ.

Τα τεράστια κέρδη όπως προέκυψε τα νομιμοποιούσαν μέσω διαδικασιών «ξεπλύματος μαύρου χρήματος».

Για την εμπλοκή τους στο κύκλωμα συνελήφθησαν οι δύο συνταξιούχοι ναυτικοί – ηγετικά στελέχη της οργάνωσης,ο απόστρατος Αξιωματικός του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., ο Αρχιφύλακας και η τραπεζική υπάλληλος, ενώ αναζητούνται επιπλέον δύο αλλοδαποί μέλη της οργάνωσης.

Ως προς την μεθοδολογία δράσης μέλη του κυκλώματος αποβίβαζαν τους προερχομένους από τα παράλια της Τουρκίας μη νόμιμους μετανάστες σε παράκτιες περιοχές της Χαλκιδικής ή της Μαγνησίας. Στη συνέχεια τους μετέφεραν οδικώς, με λεωφορεία ή φορτηγά μεταφοράς εμπορευμάτων με Βουλγαρικές πινακίδες κυκλοφορίας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος.

Σε άλλες περιπτώσεις επιβίβαζαν τους μετανάστες σε φουσκωτό σκάφος από τις παράκτιες περιοχές της Πελοποννήσου, ιδίως την περιοχή του Καλού Νερού Μεσσηνίας, και αφού τους μετεπιβίβαζαν σε σκάφος, που έπλεε στα διεθνή ύδατα με φαινομενικό τουριστικό προορισμό τις δαλματικές ακτές της Κροατίας, τους αποβίβαζαν στα παράλια της Ιταλίας.

Τα μέλη του κυκλώματος είχαν καθορίσει τους ρόλους τους και ο 52χρονος συνταξιούχος ναυτικός είχε το «ρόλο» του κεντρικού οργανωτή και ενεργούσε κατ’ εντολή του 67χρονου συνταξιούχου ναυτικού , ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με την προμήθεια και τη διάθεση των κατάλληλων σκαφών για την μεταφορά των μη νόμιμων μεταναστών καθώς και για την διεκπεραίωση των απαραίτητων διαδικασιών.

Ο Αρχιφύλακας είχε το «ρόλο» του προπομπού κατά τις μετακινήσεις των μη νόμιμων μεταναστών, εντός της ελληνικής επικράτειας, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος ύψους 2.000 ευρώ, κάθε φορά. Πιο αναλυτικά, κινούμενος με διαφορετικά ΙΧ, παρείχε «κάλυψη» σε περίπτωση αστυνομικών ελέγχων και για το σκοπό αυτό έφερε τη στολή του και υπηρεσιακό φορητό ασύρματο.

Περαιτέρω, ο απόστρατος Αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, συμμετείχε ενεργά και παρείχε πληροφόρηση σχετικά με τους ελέγχους και τις περιπολίες του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής καθώς και στην επιλογή του παράκτιου σημείου, από όπου θα πραγματοποιούνταν η μεταφορά και επιβίβαση των αλλοδαπών στα σκάφη του κυκλώματος.

Τα στελέχη τους κυκλώματος χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερες τεχνικές προκειμένου να αποφεύγουν τον εντοπισμό τους από τις διωκτικές Αρχές και την ταυτοποίηση των σκαφών τους.

Ενδεικτικά, προκειμένου να εξαφανίσουν τα ίχνη ταυτοποίησης σκάφους, ιδιοκτησίας εταιρείας συμφερόντων του 67χρονου συλληφθέντα και να αποκρύψουν στοιχεία εμπλοκής του, προχώρησαν πρόσφατα σε μετονομασία του.

Στη συνέχεια για να «εμφανίσουν » αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος προχώρησαν σε εικονική πώληση του σκάφους, μέσω ενός πολυδαίδαλου συστήματος μεταβίβασης σε offshore εταιρείες του εξωτερικού (με διευθύνοντες «παρένθετα πρόσωπα»), που όπως προέκυψε έχουν ως κοινή διαχειρίστρια, εταιρεία που εδρεύει στις Η.Π.Α.

Προκειμένου η εγκληματική οργάνωση να νομιμοποιεί τα κέρδη της, χρησιμοποιούσε διάφορες τεχνικές, όπως τη μεθοδολογία ξεπλύματος με μικρές καταθέσεις ( smurfing ), την ιδιωτική κατανάλωση (μετρητά στο σπίτι), τη «ρευστότητα» επιχειρήσεων μέσω εταιρειών που δραστηριοποιούνται νόμιμα στην αγορά (σκάφη αναψυχής) και την «νόμιμη» επιχειρηματική δραστηριότητα, μέσω υπεράκτιων εταιρειών.