Δεν δίσταζε να συγκρούεται. Ελεγε τη γνώμη του ακόμη κι αν ήταν κόντρα στο εκκλησιαστικό κατεστημένο, ενώ δεν τον ένοιαζε αν η άποψή του θα αποτελούσε μειοψηφία στο σώμα της ιεραρχίας. Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος, που εκοιμήθη την Κυριακή των Βαΐων στα 84 του χρόνια, ήταν ένας ανατρεπτικός ιεράρχης.

Στην ιστορία της Εκκλησίας έχει περάσει η στάση που κράτησε στη «μάχη» των ταυτοτήτων ανάμεσα στην ιεραρχία και την Πολιτεία για την αναγραφή του θρησκεύματος επί αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Η αντίδρασή του, οι δημόσιες δηλώσεις του ήταν ενδεικτικές του δυναμικού του χαρακτήρα αλλά και της 39χρονης παρουσίας του στην ιεραρχία.

Οταν η συντριπτική πλειονότητα των ιεραρχών το 2000 σήκωνε τα λάβαρα κατά των νέων ταυτοτήτων, ο Θεόκλητος διαχώριζε τη θέση του λέγοντας ανοιχτά πως αυτό ήταν θέμα της Πολιτείας και ότι δεν χρειάζονταν κινητοποιήσεις και λαοσυνάξεις.

«Οταν θα πάμε στη Βασιλεία του Θεού, θα μας ζητήσουν ταυτότητα για να μπούμε μέσα; Κατά συνέπεια, καλόν είναι να χαμηλώσουμε τους τόνους γύρω από το θέμα. Η μεν Εκκλησία να περιοριστεί στα του οίκου της και η Πολιτεία στα δικά της» δήλωνε χαρακτηριστικά.

Ο Θεόκλητος –κατά κόσμον Στυλιανός Σετάκης –είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη το 1930 και μεγάλωσε στην Κρήτη. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά τις σπουδές του άρχισε να εργάζεται ως λογιστής σε ιδιωτική επιχείρηση στην Αθήνα, αλλά η επιλογή του ήταν να γίνει κληρικός. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1958 και από το 1961 έως το 1968 υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας. Το 1968 έγινε πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Ιωαννίνων πλάι στον τότε μητροπολίτη –και μετέπειτα αρχιεπίσκοπο –Σεραφείμ. Οι δυο τους ήταν πολύ καλοί φίλοι και ο Θεόκλητος διαδέχθηκε τον Σεραφείμ στη Μητρόπολη Ιωαννίνων το 1975.

Ο Θεόκλητος πολλές φορές είχε προκαλέσει την κυρίαρχη άποψη της Εκκλησίας. Για παράδειγμα, είχε εμπράκτως δηλώσει την αντίθεσή του στην εμπορευματοποίηση του λειψάνων και των ιερών κειμηλίων, αρνούμενος τη μεταφορά λειψάνων αγίου στα Ιωάννινα με στόχο να χρηματοδοτηθεί από τους πιστούς η αποπεράτωση ναού. «Δεν είναι πραμάτεια μας οι άγιοι» είχε πει κοφτά και ξεκάθαρα. Την περίοδο που είχε έρθει στην Αθήνα η εικόνα της Παναγίας Ιεροσολυμίτισσας είχε καυτηριάσει λέγοντας στα «ΝΕΑ»: «Αντί να δρα ο ίδιος ο χριστιανός για να ταυτίσει το θέλημά του με το θέλημα του Θεού, κατά παγανιστικό τρόπο αποζητά την επέμβαση της εικόνας, πράγμα που τον κάνει ειδωλολάτρη». Δεν είχε διστάσει, μάλιστα, να επισημάνει την ευθύνη των ιεραρχών «διότι ενθαρρύνουν την ειδωλολατρία όταν περιάγουν τα λείψανα των αγίων για να γεμίσουν τα παγκάρια της εκκλησίας». Ο Θεόκλητος ήταν από τους ανθρώπους που πίστευε ότι «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά» –ο ίδιος άλλωστε είχε φωτογραφιστεί με κοστούμι. «Θεωρώ ότι όποιος φοράει είτε ράσο είτε κοστούμι μπορεί να είναι παπάς. Είναι όμως περιττό να γίνεται συζήτηση για την εμφάνιση των κληρικών» είχε πει σε συνέντευξή του.

Για τον μακαριστό Θεόκλητο, ζητήματα που εξακολουθούν να παραμένουν ανοιχτά –όπως ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας –ήταν λυμένα. Για παράδειγμα, είχε αρνηθεί να παρέμβει σε εθνικά θέματα: το 2001 ο Χριστόδουλος είχε προτείνει τη δημιουργία επιτροπής αρχιερέων για το θέμα των Τσάμηδων. Ο Θεόκλητος έσπευσε τότε να δηλώσει πως «αποτελεί παραφωνίαν εν εικοστώ πρώτω αιώνι και εις ελεύθερον κράτος η Εκκλησία να αισθάνεται εαυτήν εθναρχεύουσα».

Δεύτερο παράδειγμα, η δημιουργία τζαμιού στην Αθήνα, που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να συζητείται και μάλιστα ενόψει των δημοτικών εκλογών. Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων είχε υποστηρίξει την ανέγερση του τεμένους.

Πρωταγωνιστής στην Εκκλησία

Ο ρόλος του Θεόκλητου στην Εκκλησία της Ελλάδος κατά τη διάρκεια της θητείας του ήταν πρωταγωνιστικός. Το 1998 είχε διεκδικήσει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, μετά τον θάνατο του Χριστόδουλου, εκτιμάται ότι στήριξε την εκλογή του Ιερώνυμου.

Θεωρούνταν άριστος γνώστης των οικονομικών θεμάτων της Εκκλησίας. Τόσο επί αρχιεπισκόπου Σεραφείμ όσο και επί Ιερώνυμου, ήταν επικεφαλής της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών της Εκκλησίας (ΕΚΥΟ). Είχε μακρά εμπειρία σ’ αυτόν με δεδομένο ότι η Μητρόπολη Ιωαννίνων είναι μέτοχος της Εθνικής Τράπεζας. Σε 2.300.000 υπολογίζονται οι μετοχές στην Εθνική των κληροδοτημάτων της Μητρόπολης Ιωαννίνων, ενώ ο Θεόκλητος έως τον Απρίλιο του 2013 ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας.

Ως μητροπολίτης των λεγόμενων Νέων Χωρών, ο Θεόκλητος ακολουθούσε πιστά τη γραμμή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Διατηρούσε ανέκαθεν άριστες φιλικές σχέσεις με τον κ. Βαρθολομαίο. Στη σύγκρουση του Χριστόδουλου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 2004 είχε υπερασπιστεί τις θέσεις του Πατριαρχείου.

Το έργο του στη Μητρόπολη ήταν αθόρυβο αλλά θεωρείται σημαντικό. Φρόντισε για την αξιοποίηση και ψηφιοποίηση του Ιστορικού Αρχείου της Μητρόπολης Ιωαννίνων σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο. Μερίμνησε για την ανακαίνιση του γηροκομείου Ζωσιμάδων που σήμερα λειτουργεί σε σύγχρονες εγκασταστάσεις.

Επίσης, στις αρμοδιότητες των αγαθοεργών καταστημάτων Ιωαννίνων στα οποία ήταν επικεφαλής ήταν η χορήγηση υποτροφιών και βοηθημάτων.

Ανθρώπινος και προσιτός

Πολίτες των Ιωαννίνων θυμούνται τον Θεόκλητο ως έναν δεσπότη δυναμικό και ταυτόχρονα ανθρώπινο, που ήταν πάντα μέσα στην κοινωνία. «Ηταν κέρβερος αλλά και προσιτός. Πολλοί τον έβλεπαν ως φίλο τους. Είχε επαφές με τους φοιτητές της πόλης» θα πει στα «ΝΕΑ» ο Θωμάς Καννής, κάτοικος Ιωαννίνων. Κάπνιζε και ασχολούνταν με την κηπουρική στον ελεύθερο χρόνο του. Του άρεσε να διαβάζει και να γράφει δοκίμια σε περιοδικά και εφημερίδες. Ο αντισυμβατικός ιεράρχης ήταν δηλωμένος οπαδός του Πας Γιάννινα και είχε σπεύσει να αγοράσει και μετοχές της ομάδας όταν είχε γίνει ανώνυμη εταιρεία.