«Η ώρα ήτανε τέσσερις το πρωί περίπου. Σηκώθηκε να χορέψει και, πριν καλά καλά περάσουν δυο λεπτά της ώρας, ακούω μια σπαρακτική φωνή. Η φωνή αυτή ήτανε του αδελφού μου». Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Νίκος Κοεμτζής τράβηξε μαχαίρι, δολοφόνησε ουρλιάζοντας τρία άτομα (Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης, Δημήτρης Πεγιάς, Ιωάννης Κούρτης) και τραυμάτισε επτά. Και το μακελειό στη Νεράιδα της Αθήνας, σαν χθες πριν από 41 χρόνια (25 Φεβρουαρίου 1973) για μια παραγγελιά, συγκλόνισε την Ελλάδα, αλλά και διαίρεσε τον κόσμο σε δύο ιδιότυπες όχθες: σε αυτούς που έβλεπαν ένα στυγερό τριπλό έγκλημα σε σκυλάδικο και τίποτε άλλο· και σε μια μερίδα διανοουμένων (ανάμεσά τους ο Κώστας Ταχτσής) που διέκριναν ένα ιδεολογικό πρόσημο πίσω από το φονικό. Θυμίζουμε πως ο μακελάρης Νίκος Κοεμτζής μεγάλωσε σε ΕΑΜογενές περιβάλλον με πατέρα κυνηγημένο αριστερό, ενώ δύο από τα θύματά του ήταν αστυνομικοί.

Σήμερα, με την ασφαλή απόσταση που δίνει πια ο χρόνος, εκείνο το φοβερό περιστατικό αναβιώνει μέσα από τη μαρτυρία στα «ΝΕΑ» ενός εκ των πρωταγωνιστών του, αφού συχνά η αντικειμενική καταγραφή έχει μεγαλύτερη αξία από την άποψη. «Εκείνο το βράδυ, όπως τραγουδούσα, τον είδα δεξιά. Ο Νίκος Κοεμτζής καθόταν σε ένα τραπέζι με τον αδελφό του Δημοσθένη και έναν φίλο του. Τους συνόδευαν δύο κοπέλες, που όμως μετά από κάποια ώρα έφυγαν αφού εκείνοι τις έδιωξαν. Κάποια στιγμή ο Νίκος μού ζητάει να πω παραγγελιά τις «Βεργούλες» για να τις χορέψει ζεϊμπέκικο ο αδελφός του. Του απάντησα πάνω από το πάλκο πως ήταν Σάββατο, Απόκριες κιόλας, γεμάτο μαγαζί και δεν μπορώ να ζητήσω από τον κόσμο να κατέβει κάτω για να χορέψει ένας. Μου είπε πολύ επιθετικά τότε: «Θα το πεις και όταν κατέβεις θα τα πούμε οι δυο μας»».

O Κώστας Καρουσάκης θυμάται με μεγάλη ακρίβεια σκηνή σκηνή την εφιαλτική βραδιά. Ο ίδιος εξάλλου ήταν η φίρμα στο κέντρο της γωνίας Αγίου Μελετίου και Ι. Δροσοπούλου και τον πλαισίωναν οι τραγουδιστές Τάκης Αθανασιάδης και Ρέα Κουκά. Και εδώ χρειάζονται δύο σημειώσεις. Πρώτον, ο Καρουσάκης δεν ήξερε τους Κοεμτζήδες για να έχουν εκείνοι οικειότητα μαζί του. Και δεύτερον, ο Κοεμτζής δεν ήξερε ότι παραδίπλα κάθονταν αστυνομικοί με πολιτικά ως πελάτες (κάτι που ερμήνευσε με το δικό της ιδεολογικό φίλτρο η Αριστερά της εποχής).

«Αμέσως μόλις τελείωσα το δικό μου πρόγραμμα ανέβασα τον Τάκη (σ.σ. Αθανασιάδης) πάνω. Ο Τάκης ανεβαίνει και λέει ένα άλλο τραγούδι. Τότε ανεβαίνει έξαλλος ο Δημοσθένης Κοεμτζής και του λέει: «Θα πεις τις «Βεργούλες»». Το λέει τελικά. Οι πελάτες όμως δεν κατέβηκαν κάτω. Παίρνει τότε ο Δημοσθένης το μικρόφωνο και φωνάζει στον κόσμο: «Κατεβείτε όλοι κάτω! Είναι παραγγελιά». Οι πελάτες δεν άκουσαν, άρχισαν τα σπρωξίδια και ο καβγάς. Πάνω χόρευαν και οι δύο αστυνομικοί. Και τότε ο Νίκος ορμάει βγάζοντας το μαχαίρι. Είχε πάθει αμόκ. Να σας πω επίσης πως θυμάμαι ότι έστριβε το μαχαίρι μόλις έβρισκε κάποιο κορμί. Ηθελε να σκοτώσει. Aυτός φώναζε: «Πού είναι ο Καρουσάκης;» μέσα στην τρέλα. Ηθελε να με σφάξει. Εφτασα στην έξοδο, στην προσπάθειά μου να βρω κάποιον να ειδοποιήσει ασθενοφόρα. Τότε ήλθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του. Τον κοίταξα και με κοίταξε. Με τράβηξε ο φίλος μου Γιώργος Γιαλούρης. Ο Κοεμτζής έφυγε τρέχοντας προς την Πατησίων» θυμάται για «ΤΑ ΝΕΑ» ο Κώστας Καρουσάκης.

Το στόρι έγινε για ημέρες πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες. Λίγους μήνες μετά ο δράστης καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή καταργήθηκε όταν εκείνος ήταν στις φυλακές Αλικαρνασσού (να σημειώσουμε πως του συμπαραστάθηκε πολύ ο Γιώργος Λιάνης).