αντάρτης. Ο ένοπλος εξεγερμένος. Στην Κατοχή, οι ένοπλοι εξεγερμένοι εναντίον των Ναζί κατακτητών, μέλη στρατιωτικών ομάδων μεγαλύτερες εκ των οποίων ήταν ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ. Στον Εμφύλιο, οι ένοπλοι εξεγερμένοι εναντίον του κράτους, μέλη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ).

αντιπληροφόρηση. Η εναλλακτική πληροφόρηση εκ μέρους ακροαριστερών ή αναρχικών σχημάτων – για τους αναρχικούς, οργανωμένη χωρίς ιεραρχικές δομές και στηριγμένη σε μεγάλο βαθμό στον αυθορμητισμό. Στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης (1975-82), υπ’ αυτόν τον τίτλο, κυκλοφορούσε νόμιμα το περιοδικό του ΕΛΑ, με κύρια θεματική τις εργατικές κινητοποιήσεις.

βροντάω (το ντουφέκι). Πυροβολώ, ρίχνω. Συνεκδοχικός όρος, από τον θόρυβο των πυροβόλων, ιδιαίτερα χρησιμοποιημένος στην αντίσταση κατά των Ναζί και στον Εμφύλιο. Πρβλ. το τραγούδι του Δημοκρατικού Στρατού: «Εις τα ψηλά μας τα βουνά / γεια σου και χαρά σου Μάρκο μου [σ.σ. Βαφειάδη], / βροντούνε τα κανόνια / μπουμ, μπουμ, μπουμ, καλέ μπουμ, μπουμ, μπουμ».

γουναράδικα («καλή αντάμωση στα γουναράδικα»). Τόπος θυσίας. Φράση που χρησιμοποίησε ο Αρης Βελουχιώτης για να περιγράψει τον πόλεμο μέχρις εσχάτων που επιδίωκε. Προσφάτως, τον όρο ανέσυρε οΒαγγέλης Διαμαντόπουλος, βουλευτής Καστοριάς του ΣΥΡΙΖΑ, τροποποιώντας τον προς το πιο μεταμοντέρνο και το πιο φανκ: «ραντεβού στα γουναράδικα» (στην τηλεοπτική εποχή, το «καλή αντάμωση» είναι πασέ).

ΛΜΑΤ. Λούμπεν μεγαλοαστική τάξη. Ορος που «εξηγήθηκε» στην προκήρυξη μετά τη δολοφονία του εκδότη της «Βραδυνής» Τζώρτζη Αθανασιάδη, στις 22/2/1988: «Ονομάζουμε λματ την τάξη των μεγάλων καπιταλιστών που απέτυχαν σαν άτομα επιχειρηματίες, αφού οι επιχειρήσεις τους χρεοκόπησαν και είναι υπερχρεωμένες. Απέτυχαν σαν σύνολο σαν καπιταλιστική τάξη ν’ αναπτύξουν αυτοδύναμα, ισόρροπα με μια σχετική αυτονομία τη χώρα. Που υπερπλούτισαν με απάτες και κομπίνες (…) και έβγαλαν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό. Που είδαν τη χώρα σαν απλή αποικία με ευκαιρίες για εύκολο, γρήγορο και παρασιτικό πλουτισμό τους σε βάρος των συμφερόντων της χώρας, δένοντας την τύχη τους με το ξένο κεφάλαιο και υποτάσσοντας τα συμφέροντα τους στα δικά του.»

Νενέκος. Προδότης, προσκυνημένος στους ξένους εχθρούς. Από τον οπλαρχηγό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Δημήτριο Νενέκο, ο οποίος το 1825 αποδέχθηκε τα ανταλλάγματα του Ιμπραήμ και έγινε πληροφοριοδότης του και σύμμαχός του. Τη λέξη ανέσυρε ο Αλέκος Γιωτόπουλος όταν συνελήφθη.

πτωχολάζαρος. Ο υποταγμένος, ο παραδομένος στη μοίρα του. Ορος από την εκκλησιαστική παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου από το Ευαγγέλιο της τελευταίας Κυριακής του Οκτωβρίου. Ο πτωχολάζαρος ήταν ένας ρακένδυτος άστεγος που προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου.