Το 2014, εν μέσω γενικευμένης εθνικής κρίσης, θα είναι μία ακόμη χρονιά στην οποία δημοσιολογούντες, πολιτικοί αρχηγοί, καλλιτέχνες θα ανατρέξουν στο ιστορικό παρελθόν της χώρας για να διανθίσουν τον λόγο τους με ιστορικές αναλογίες της σημερινής συνθήκης.

Σε μια συνθήκη αβεβαιότητας και ανασφάλειας η καταφυγή σε στοιχεία της Ιστορίας, οι χρήσεις γεγονότων και καταστάσεων από παλιά είναι εύκολα εξηγήσιμες. Οταν ο κόσμος μας, δημόσιος και ιδιωτικός, υφίσταται τόσο επώδυνες αλλαγές, όταν ο ίδιος μας ο βίος παύει να είναι ερμηνεύσιμος με τα εργαλεία του παρελθόντος, τότε καταφεύγουμε στο χθες. Προσπαθούμε να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους σε μια συγκυρία που οδήγησε εν τέλει σε ένα μέλλον, παρότι μπορεί να ήταν δραματική εξηγήθηκε τελικά από την ίδια τη ροή των πραγμάτων και τη συνέχεια της ζωής των ανθρώπων.

Στην Ελλάδα, όπου ο χρόνος βιώνεται κυριαρχικά ως ιστορικό δίδαγμα, στην Ελλάδα της κρίσης, όπου ο πολίτης αδυνατεί να νοηματοδοτήσει το παρόν και στερείται της δυνατότητας να σχεδιάζει το μέλλον, κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο. Καταστροφές, πόλεμοι, διχασμοί, πραξικοπήματα, πολιτική ανωμαλία, όργια παρακράτους και καμαρίλας, λαϊκές κινητοποιήσεις, όλα αυτά ανασύρονται από το παρελθόν με ποικίλες διαθέσεις, άλλοτε με σοβαρότητα και ευθύνη και άλλοτε με τον πιο λαϊκίστικο τρόπο, για να εξηγήσουν, εις μάτην, το σκληρό σήμερα. Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα οξύ από τη στιγμή που η ρητορική πολιτική αντιπαράθεση αδυνατεί να σχεδιάσει το εθνικό μέλλον και εισάγει συνεχώς φαντάσματα από την πολιτική ιστορία.

ΧΩΡΙΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥΣ. Ομως δεν είναι όλες οι παρελθοντικές εικόνες ίδιες. Το έτος 1974 σήμερα δεν απασχολεί όσο θα μπορούσε τον δημόσιο λόγο περί Ιστορίας, ούτε δείχνει διδακτικό αρκετά. Ας δούμε λίγο το γιατί. Και συγκεκριμένα γιατί το έτος 1974 αποκρύπτεται και σχεδόν δεν εορτάζεται πολιτικά, σαράντα χρόνια μετά.

Περιληπτικά μπορεί κανείς να παραθέσει τα εξής σπουδαία γνωρίσματα εκείνης της χρονιάς: πρόκειται πράγματι για τους μήνες του σύγχρονου Ελληνισμού όπου θα εγκαθιδρυθεί η πιο ολοκληρωμένη, πλήρης και πλουραλιστική μορφή αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, η χρονιά που θα εγκαινιάζει τη μακρότερη περίοδο εσωτερικής κοινωνικής ειρήνης και εν γένει που θα θέσει τις βάσεις για το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Ομως το 1974 είναι ταυτόχρονα ένα έτος διχασμένο. Η 24η Ιουλίου που σηματοδοτεί την αναβίωση και την ολοκλήρωση της δημοκρατίας, το ατιμωτικό τέλος της χούντας των συνταγματαρχών, αποτελεί μια ιστορική ρήξη ιδιαίτερης σημασίας στη σύγχρονη Ιστορία αλλά και το εσωτερικό σύνορο μιας μικροπεριόδου. Εκείνης που ξεκινάει από την εξέγερση του Πολυτεχνείο τον Νοέμβριο του 1973, που τέμνεται με τη στιγμή της Μεταπολίτευσης και που ολοκληρώνεται με την εδραίωση του δημοκρατικού καθεστώτος τους πρώτους μήνες του 1975.

ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ. Πράγματι, η εξέγερση φοιτητών και εργαζομένων στο Πολυτεχνείο, παρά τη φθορά και τη συνακόλουθη σχετικοποίηση που έφερε η υπερβολική μυθολόγησή της, έφερε την πτώση της δικτατορίας ένα βήμα πιο κοντά. Οχι βεβαίως επειδή έριξε τη χούντα, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά επειδή αντιθέτως και ίσως με αθέλητο τρόπο όξυνε τις αντιφάσεις της. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου οδήγησε στην υπέρβαση του καθεστώτος Παπαδόπουλου, έτσι όπως είχε μετεξελιχθεί στη μορφή του πειράματος της φιλελευθεροποίησης.

Οι πρώτοι μήνες του 1974, με τον ταξίαρχο Ιωαννίδη πλέον στα ηνία και μια νέα γενιά στρατοκρατών να αναλαμβάνει δράση με πυρήνα την ΕΣΑ, υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολοι για τους αντιφρονούντες. Πολλοί μάρτυρες της εποχής που συμμετείχαν ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα και είχαν συλληφθεί και βασανιστεί σε ποικίλες στιγμές της επταετίας περιγράφουν την εμπειρία τους μετά το Πολυτεχνείο ως την σκληρότερη όλων. Η ανατροπή της προηγούμενης κατάστασης δεν θα περιοριστεί στην καταστολή.

Ο Ιωαννίδης και οι συνεργάτες του θα δώσουν νέα τροπή στο εθνικιστικό περιεχόμενο της χούντας. Εκεί που ο Παπαδόπουλος και οι επιτελείς επέβαλαν τον πολιτισμικό γύψο και τις οπερετικές φανφάρες –με τις γιορτές πολεμικής αρετής των Ελλήνων, τη σκύλευση της δημοτικής παράδοσης και την επικυριαρχία φασιζόντων σημαινόντων που δόξαζε τη φυλή –η χούντα του Ιωαννίδη έκανε εφαρμοσμένη εθνικιστική πολιτική. Μέσα από ένα ιδιότυπο ιδεολογικό αμάλγαμα αποφάσισε να εφαρμόσει ιδεοληψίες κληρονομημένες από τη μετεμφυλιακή πολιτική. Το θύμα ήταν η Κύπρος.

Με μια εξοργιστική ανικανότητα να διακρίνει τους πραγματικούς συσχετισμούς στο Αιγαίο και την κοινωνική εδραίωση του Μακαρίου, μα κυρίως με την ανεκδιήγητη αδυναμία να διαβλέψει τις πραγματικές προθέσεις και τα όρια του αμερικανικού παράγοντα, η αθηναϊκή χούντα επέβαλε ένα γελοίο όσο και εγκληματικό ομοίωμά της στη Κύπρο. Η αντίδραση της Τουρκίας δεν άργησε να έρθει με τον Αττίλα και τον ακρωτηριασμό του Ελληνισμού, που ακολούθησε την άνετη στρατιωτική και πολιτική της επικράτηση.

Ομως στην Ελλάδα η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Με τη στρατιωτική εξουσία ουσιαστικά απονομιμοποιημένη και την αστική καταναλωτική κουλτούρα να έχει συμπλεύσει δημιουργικά με τον αριστερής και ελευθεριακής κοπής αντιμιλιταρισμό, η παρωδία επιστράτευσης αλλά και οι τραγικές πλην όμως ηρωικές μάχες που έδωσαν αυτοσχεδιαστικά τμήματα του ελληνικού Στρατού στο νησί οδήγησαν το στρατιωτικό καθεστώς στην άμεση και καθολική απαξία. Και αυτό είναι το σημείο μηδέν. Το τέλος του έτους 1973-1974 και η πρωτοχρονιά της μακράς Μεταπολίτευσης.

ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ. Η αριστοτεχνική επιλογή των παλαιών πολιτικών ελίτ να φέρουν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τη νύχτα της 24ης Ιουλίου από το Παρίσι θα εγκαινιάσει τα νέα δεδομένα. Τα τελευταία συνοψίζονται σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αντιφασιστική συναίνεση. Πρόκειται για την ιδεολογική και την πολιτική εκείνη συμπύκνωση πάνω στην οποία χτίζονται οι όροι αντιπαράθεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, πάνω στην οποία οργανώνεται η αφήγηση του παρελθόντος και καθορίζεται το βασικό πολιτισμικό υπόδειγμα.

Η αντιφασιστική συναίνεση μεταξύ των παλαιών δυνάμεων της Δεξιάς που θα εκσυγχρονίσει ραγδαία ο Κ. Καραμανλής με την ίδρυση της ΝΔ, και των πάλαι ποτέ ηττημένων του Εμφυλίου, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την αντίστοιχη μεταπολεμική συναίνεση μεταξύ κομμουνιστών και αστικών-συντηρητικών δυνάμεων στη Γαλλία και, εν μέρει, στην Ιταλία. Στην Ελλάδα, με καθοριστική τη συμβολή μεγάλων πολιτικών ηγετών, όπως ο Καραμανλής από την μία πλευρά και ο Φλωράκης από την άλλη, και παρά τα θεσμικά κενά που θα καλυφθούν στην πρώτη τετραετία του ΠαΣοΚ, η ίδια η έναρξη της Μεταπολίτευσης σηματοδοτεί κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια απλή διευθέτηση, μια ανακωχή και μια συνύπαρξη των παλαιών εχθρών. Ο κοινός εχθρός που μόλις απέθανε –η χούντα και η φασιστική νοοτροπία της –θα λειτουργήσουν επαρκώς για τη συμβίωση των ανθρώπων. Ωστόσο η συναίνεση αυτή δεν σημαίνει ούτε μία ολοκληρωμένη κοινωνική συμφωνία ούτε άμεση θεραπεία του εμφύλιου τραύματος, ούτε κατάργηση των κοινωνικών αντιθέσεων.

Για παράδειγμα, μέχρι το ’81 η ανάληψη της διακυβέρνησης από το –τριτοκοσμικό, έστω –ΠαΣοΚ ήταν αδιανόητη. Η διαμάχη για τη στρατηγική ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο μπορεί να μην απηχούσε κάποιο μεγάλο διακύβευμα, μια και ο λαός είχε πολλαπλώς εκφραστεί υπέρ αυτής, αλλά υπέβοσκε και εμφανιζόταν συχνά-πυκνά μέσα στην πολιτική ρητορική.

Το έτος 1974 εγκαινιάζει, λοιπόν, και μια ιδιότυπη προσαρμογή, μια παράδοξη επιλογή του κοινωνικού σώματος. Την απόλυτη εμπιστοσύνη στην ανανεωμένη ελληνική Δεξιά του Καραμανλή, σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση και τη στρατηγική θέση της χώρας στον παγκόσμιο πολιτικό και οικονομικό χάρτη από τη μία και, από την άλλη, την αποδοχή τής υπό διαμόρφωση αριστερής κουλτούρας. Το διφυές αυτό της κοινωνίας που εγκαινιάζει το 1974 αποτελεί ίσως και το σημείο σταθεροποίησης των κοινωνικών δυναμικών της περιόδου. Θα αντικατασταθεί από την ενοποίηση όλων των επιπέδων που θα φέρει ο πασοκικός θρίαμβος του 1981.

πελατειακη ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗ. Μαζί με αυτή τη διπλή ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας θα πρέπει κανείς να αναφερθεί στη σταδιακή, αργή αλλά πραγματική πολιτική αναδιανομής των πλεονασμάτων –που οι αποκλεισμένοι του μετεμφυλιακού κράτους είχαν δημιουργήσει με την εργασία τους –αλλά και τη σταδιακή μετατροπή της αριστερής πολιτικής ηγεμονίας σε μηχανισμό απόσπασης επιπλέον πόρων, μέσα από μετασχηματισμούς του πελατειακού συστήματος και των φατριακών συστημάτων.

Πλάι σε όλα αυτά, δίπλα και ενίοτε υπόγεια, μακριά από τους προβολείς του δεξιού και του αριστερού κομφορμισμού, πέρα από τη δεξιά ορθοφροσύνη, την παραδοσιοκρατία και την αριστερή χρηστοήθεια, θα αναπτυχθεί, αυθορμήτως και ατελώς, η ελληνική μεσαία τάξη. Ανομοιογενές πλήθος, που μετέχει πολλών ταυτοτήτων, μα ενοποιείται από την πρόσβαση στα καταναλωτικά αγαθά, τις πρώτες ροπές προς τον πολιτισμό του ατομικισμού, την αμερικανική κουλτούρα, μέσα από την αδεξιότητα εκείνη που χλευαστικά ονομάστηκε κιτς. Πολλά θα μπορούσαν ακόμα να ειπωθούν για τη διπλή χρονιά εκείνη, πολλά που θα θύμιζαν την αντιφατική πορεία μιας ειρηνευμένης και ολοκληρωμένης δημοκρατίας. Ας μείνει όμως ότι η χούντα τελείωσε το ’74.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών