Οι βούλγαροι γονείς και τα παιδιά τους εξακολουθούν να ζουν στις ίδιες άθλιες συνθήκες. Στην Ελλάδα, το ζευγάρι των Ρομά που μεγάλωσε τη Μαρία παραμένει προφυλακισμένο. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας απέρριψε την Τετάρτη προσφυγή κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησής τους. Και η μικρή ζει ακόμη σε δομή φιλοξενίας στην Αθήνα, με άγνωστο το μέλλον της.
Οσο μιλάμε με τη Ρούσεβα έχει στην αγκαλιά της την Πένκα με τα έντονα κόκκινα μαλλιά, ενώ ο ξανθός Νάσκο στριφογυρίζει στα πόδια μας. «Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι για εμένα να μην έχω εδώ τη Μαρία; Περιμένω από την τηλεόραση να μάθω νέα της, αλλά τώρα δεν μας παίζουν καθόλου», λέει. Η προσωρινή επιμέλεια της Μαρίας παραμένει στην οργάνωση Χαμόγελο του Παιδιού. «Περιμένουμε την απόφαση του δικαστηρίου για το εάν η Μαρία θα υιοθετηθεί ή όχι», εξηγεί ο πρόεδρος του Χαμόγελου Κώστας Γιαννόπουλος. Το κορίτσι βρίσκεται σε προστατευόμενο διαμέρισμα υπό την εποπτεία και τη φροντίδα εξειδικευμένου προσωπικού, ωστόσο είναι δύσκολο και σύνθετο να κριθεί ποιο είναι το συμφέρον της. Στην οργάνωση προβληματίζονται ακόμα και για τις εξόδους του παιδιού στην πόλη. Η υπερέκθεση της εικόνας της τους ανησυχεί για τυχόν αντιδράσεις από περαστικούς που ίσως την αναγνωρίσουν στον δρόμο.
Ο πατέρας της Μαρίας, Ατανάς Ρούσεβ, παρακολουθεί τη συνομιλία μου με τη γυναίκα του σιωπηλός και ανέκφραστος. Το ίδιο σοβαρή είναι και αυτή, με σταθερή φωνή και ακίνητο πρόσωπο, πάντα με την Πένκα στην αγκαλιά της. Η οικογένεια ζει κυρίως από επιδόματα της Πρόνοιας, κοντά στα 100 ευρώ τον μήνα, και από σκόρπια μεροκάματα του πατέρα. Μαζεύει παλιοσίδερα ή εργάζεται στα χωράφια, στα τριαντάφυλλα (η Βουλγαρία έχει παράδοση στην παραγωγή ροδόνερου) όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι του καταυλισμού. «Τα πράγματα παραμένουν όπως ήταν», λέει η Ρούσεβα, «φτωχικά…».
Διεκδικούν την υιοθεσία της μικρής
Μετά την απόρριψη της προσφυγής τους κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης, ο 39χρονος Χρήστος Σαλής και η 40χρονη σύντροφός του Ελευθερία Δημοπούλου, που εμφανίζονταν ως γονείς της Μαρίας, παραμένουν προφυλακισμένοι, η γυναίκα στον Κορυδαλλό και ο άντρας στη Λάρισα. Εχουν δικαίωμα να υποβάλουν ξανά αίτημα ύστερα από ένα δίμηνο, ενώ στις αρχές Ιανουαρίου το δικαστήριο πρόκειται να αποφασίσει επί του αιτήματος της Δημοπούλου για νόμιμη υιοθεσία του κοριτσιού. Οι συνήγοροι του ζευγαριού πρόκειται να ζητήσουν αντικατάσταση της προφυλάκισης με επιβολή περιοριστικών όρων. Εις βάρος τους έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αρπαγή ανηλίκου και υφαρπαγή βεβαιώσεων κατ’ εξακολούθηση από κοινού.
Το χρονικό της αναζήτησης
Το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να βρεθούν οι πραγματικοί γονείς της Μαρίας στο Νικολάεβο της Βουλγαρίας τα είχε όλα: ανάδειξη παρόμοιων ιστοριών, εκκλήσεις γονιών που αναζητούσαν τα δικά τους εξαφανισμένα παιδιά και διάδοση ρατσιστικών στερεοτύπων κατά των Ρομά.
Η Ελληνική Αστυνομία δημοσιοποίησε τη φωτογραφία της Μαρίας στις 18 Οκτωβρίου και αμέσως στήθηκε ένας διεθνής μηχανισμός αναζήτησης. Μέσα σε τρεις ημέρες το Χαμόγελο του Παιδιού, στο οποίο δόθηκε η προσωρινή επιμέλεια της Μαρίας, είχε δεχθεί περισσότερες από 8.000 κλήσεις από όλο τον κόσμο. Το μέγεθος του ενδιαφέροντος γίνεται αντιληπτό αν αναλογιστεί κανείς ότι το πρώτο εξάμηνο του 2013 η Ευρωπαϊκή Γραμμή για τα Εξαφανισμένα Παιδιά (116000) δέχθηκε 3.034 τηλεφωνήματα.
Ενα ζευγάρι στη Θεσσαλονίκη, που έχασε το νεογέννητο παιδί του το 2009, είχε ζητήσει να υποβληθεί σε εξετάσεις DNA. Θεώρησαν ότι η Μαρία μπορούσε να είναι το χαμένο μωρό τους. Ταίριαζαν, όπως είχαν πει, η ηλικία και τα χαρακτηριστικά. Μέσα στις διεθνείς διαστάσεις που πήρε η ιστορία της Μαρίας, ένα δίχρονο αγόρι και ένα επτάχρονο κορίτσι απομακρύνθηκαν βίαια από τις οικογένειες με τις οποίες ζούσαν στα Μίντλαντς και στο Δουβλίνο στην Ιρλανδία. Οι Αρχές είχαν δεχθεί καταγγελίες ότι τα δύο παιδιά δεν έμοιαζαν με τα αδέλφια τους. Μετά τις εξετάσεις DNA επέστρεψαν στα σπίτια από τα οποία τα είχαν πάρει οι αστυνομικοί.
Χρειάστηκε μία εβδομάδα από την ανακοίνωση της Αστυνομίας για να βρεθούν οι βιολογικοί γονείς της Μαρίας στον καταυλισμό του Νικολάεβο. Μετά έφτασαν οι κάμερες. Η Σάσα Ρούσεβα δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη. «Ενιωθα σαν τρελή. Δεν ήξερα τι να κάνω. Οποιος ερχόταν και ήθελε να μου μιλήσει του άνοιγα την πόρτα», λέει.