Εχουμε σχεδόν την ίδια ηλικία. Ναι, μη σας ξεγελούν τα μαύρα ρούχα και τα κόκκινα μάτια. Τον Παύλο τον έκανε στα 18 της. Και τον σκότωσαν τριάντα τεσσάρων.

Ηταν βράδυ όταν πήρα απόφαση να της τηλεφωνήσω. Επαιρνα τα μισά νούμερα και το έκλεινα. Τι να της έλεγα; «Γεια σας, δημοσιογράφος»; Τελικά της είπα μόνο το όνομά μου. Θυμόταν τις ανοιξιάτικες εκπομπές με τα παιδιά της Στέγης. Ζήτησα να τη δω. Εκείνη δηλαδή και τον άντρα της, τον Τάκη. Να πάω από το σπίτι τους όποτε αυτοί ήθελαν. Πρωί, βράδυ, ξημέρωμα. Μου είπε να την πάρω την άλλη μέρα. Μετά ζήτησε άλλη μια μέρα. «Ελα το βράδυ», μου είπε τελικά. Τα πόδια κόβονταν καθώς ανέβαινα τη στενή μαρμάρινη σκάλα. Στο πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου οι ένοικοι είχαν αφήσει παραφουσκωμένες σακούλες σουπερμάρκετ, στο δικό της πλατύσκαλο είχε παλιές εφημερίδες και παιχνίδια. Της πιτσιρίκας της Ειρήνης, της αδελφής του Παύλου. Τη μηχανή την είχα παρκάρει δυο δρόμους μακριά. Να μη διαταράξω την ησυχία τους. Μου άνοιξε η ίδια. Της έδωσα και τα δύο μου χέρια. Δεν μίλησα. Ενα σπίτι μικρό. Στο τραπέζι του σαλονιού τρεις φωτογραφίες του Παύλου. Λουλούδια άσπρα. Πίσω στο σκρίνιο φωτογραφίες από τις χαρές τους. Γάμοι, βαφτίσια, γεννητούρια. Στη μικρή βεράντα ίσα που χωρούσαν δυο καρέκλες σκηνοθέτη και ένα σκαμπό. Η Μάγδα και ο Τάκης μπαινόβγαιναν για να καπνίζουν. Δεν ήταν μόνοι τους. Η Ειρήνη ήταν βυθισμένη σε μια πολυθρόνα. Απαρηγόρητη. Υπήρχαν και άλλοι στο σπίτι. Η οικογένεια του αδελφού της Μάγδας νομίζω. Και βέβαια η Χρύσα. Το κορίτσι του Παύλου. Κοιτούσε αλλά δεν σε έβλεπε. Ο Παύλος, ο Παύλος, ο Παύλος. Εκείνο το βράδυ τα έμαθα όλα για τον γελαστό ράπερ. Δεν τα έλεγαν σε εμένα. Μονολογούσαν. Ηθελαν να τον κρατήσουν μαζί τους, να μη φύγει. Ετσι γνώρισα τον Παύλο. Και τον ένιωσα φίλο. Το είπα και στην εκπομπή. Η γειτονιά του ήταν σαν την παιδική μου γειτονιά. Και στο σαλόνι του σπιτιού του ήταν σαν να είχα γλεντήσει. Κυριακή μεσημέρι αγκαλιά με τους γονείς και τα ξαδέλφια. Ο παππούς του ο Παύλος –ο πατέρας του Τάκη –ήταν ρεμπέτης στον Πειραιά. Και ο Παύλος έχει γράψει γι’ αυτόν ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του.

«Κατάγομαι μάγκα από σέρτικη ράτσα

Γι’ αυτό δεν μάσησα ποτέ σε όσα έφαγα στραπάτσα

[…]

Για την παλιά μου γειτονιά είναι αυτή η πενιά

[…]

Για τον παππού μου τον ρεμπέτη που ‘χει αυτό το σέρτικο

Και για τα αλάνια που κρατάνε το ρεμπέτικο».

«Εφαγες τίποτα όλη μέρα;», με σπρώχνει στην κουζίνα. Ετσι θα έκανε και στον γιο της. «Και στον Παύλο άρεσαν οι μπλούζες με κουκούλα».

«Δυο φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα /

που δυστυχώς φτερουγίζουν μόνο μέσ’ απ’ την πένα…», τραγουδούσε ο γιος της.

Το άλλο βράδυ πήγα στην πλατεία Μέμου στον Κορυδαλλό. Στο καφέ του Θανάση του κολλητού του. Στη γωνία που βρισκόμασταν και εμείς πριν από 35 χρόνια όταν κάναμε κοπάνα από το σχολείο. Τα ονόματα στις καφετέριες έχουν βέβαια αλλάξει. Δεν έχει πάστες, έχει παγωμένο γιαούρτι. Στριφτό στη θέση του άφιλτρου. Και κινητά αντί για ραβασάκια. Τα πρόσωπα όμως είναι τα ίδια. Μια παρέα που ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο. Με τον Παύλο αρχηγό. Ψέματα και ίσως θυμώσει. Ο Παύλος δεν ήθελα να είναι αρχηγός. Ηταν όμως αυτός που τους ένωνε. Αφορμή ήταν η μουσική. Αιτία η αγάπη. «Αγάπα αδελφέ μου κι ας το φοβάσαι», που τραγουδούσε. Στις συναυλίες του δεν πήγαινε πάντα κόσμος. «Εμείς όμως μάγκες περάσαμε καλά», τους έλεγε για να τους εμψυχώσει. Και τα απογεύματα έφευγαν πολλές φορές όλοι μαζί για Σαλαμίνα. Ο Θανάσης, ο Γιάννης, ο Σταμάτης, ο Μανώλης, ο Γιώργος… Τη Σαλαμύκονο, όπως πειρακτικά την έλεγαν. Ξέρετε, από το Πέραμα, μετά το τέλος της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης.

Ενα βράδυ φεύγοντας από τα παιδιά, πέρασα ξανά από το σπίτι της Μάγδας. Η γειτονιά κοιμόταν. Αυτή και ο Τάκης όχι. Διαλέξαμε φωτογραφίες. Σε μια σακούλα είχε τα παιδικά τους σημειώματα. «Στη μανούλα μας». Τόσες μέρες, τόσα βράδια και δεν την έχω ακούσει να κλαίει. Μόνο δάκρυα τής φεύγουν συνεχώς. Και μετά χάνεται και όταν επιστρέφει τα μάγουλά της είναι στεγνά και τα μάτια της κόκκινα τόσο που νομίζεις ότι θα εκραγούν.

Και όταν βγαίνεις από το σπίτι τους και στρίβεις στην Τσαλδάρη, σαν να λέμε την Πατησίων της Αμφιάλης, έχει πάντα κόσμο κι ας είναι μεσάνυχτα. Μεγάλα πεζοδρόμια, νησίδα με δέντρα αναιμικά και μηχανάκια να συνορίζονται στις γκαζιές τα αυτοκίνητα. Στο νούμερο 60 εκεί που σκότωσαν τον Παύλο έχει συνεχώς φρέσκα λουλούδια, αγκαλιασμένα ζευγάρια και σημειώματα. «Παύλο είσαι ήρωας». «Η Ελλάδα όμως κουράστηκε να έχει νεκρούς ήρωες», μου λέει η Χρύσα. Την Τσαλδάρη την αποφεύγει. Και το Κοράλι επίσης. Αλλωστε δεν ήταν το στέκι τους. Τυχαία πήγαν. Και έχει ακόμα μεγάλο θυμό. Και μάλλον θα τον έχει για πάντα. «Η Αστυνομία ήταν εκεί και δεν μας βοήθησε. Ηταν εύκολο να αποτρέψουν το φονικό αλλά δεν το έκαναν». Τι έγινε; Εχω βγάλει συμπέρασμα; Ναι. Τον Παύλο τον έφαγε η αδιαφορία μας. Στο πεζοδρόμιο δηλαδή έξω από το ζαχαροπλαστείο και το κατάστημα με τα παιδικά ρούχα, ήταν μόνος του. Δεν μιλώ για τους φίλους που έφυγαν. Λέω για μας. Οι χρυσαυγίτες προκαλούσαν, έβριζαν, απειλούσαν, αλλά κανείς δεν βρισκόταν να τους μιλήσει. Και το θράσος αυτό τους το δώσαμε εμείς. «Ποιος να τα βάλει με τα γομάρια;». Ακόμη και η Ομάδα ΔΙΑΣ που είχε κληθεί στο «σημείο» έκανε πως δεν έβλεπε. «Πού να μπλέκεις τώρα». Οταν δεν νιώθεις ότι η κοινωνία θα σε υπερασπιστεί καταργείς τον ευρυγώνιο φακό από τα μάτια σου και κοιτάς μόνο τη δουλειά σου. Και αφήνεις το κακό να αλωνίζει. Δεν λέω μόνο για τους «μπάτσους», λέω για όλους μας.

Θυμάμαι την εκπομπή που κάναμε για τη Χρυσή Αυγή τον Μάιο του 2009. Η Ελλάδα δεν είχε πάρει ακόμη τον κατήφορο –ή μάλλον τον είχε πάρει αλλά δεν το είχε καταλάβει. Οι δημοσιογράφοι πρόβαλαν τον πόλεμο που είχε κηρύξει τότε ο Μπερλουσκόνι στους μετανάστες. Κάποιοι ζήλευαν και δεν το έκρυβαν. Σας είπα 2009. Τότε που ήταν ακόμα της μόδας να κυνηγάς μετανάστες. Ποιος νοιαζόταν όμως τότε για όλα αυτά; Την εκπομπή την είδαν οι νέοι, οι μεγάλοι όμως τηλεθεατές άλλαξαν κανάλι.

Και τώρα ξαφνικά γίναμε όλοι αντιφασίστες. Το «τέρας» όμως δεν χτυπήθηκε από τους πολιτικούς ούτε από τους δημοσιογράφους. Μου το είπε και αυτό ο Τάκης. Η λεβεντιά δηλαδή του Παύλου που δεν το έσκασε σαν λαγός, τους έβαλε στη γωνία και όχι οι κοκορομαχίες στην Βουλή και οι φανφάρες των κομμάτων.

«Ο Παύλος ούτε βιβλιάριο ανεργίας δεν είχε πάει να βγάλει για να μη μπει στο σύστημα», διευκρινίζει η Μάγδα. «Αντιεξουσιαστής, αναρχικός, πώς να στο πω αλλά όχι σε ομάδες. Αλλωστε όταν έβλεπε συγκρούσεις στο Σύνταγμα έψαχνε μια χούφτα σουσάμι να την πετάξει στον αέρα να μαζευτούν τα περιστέρια να τους σταματήσει», μου λένε ιστορίες η Χρύσα και οι κολλητοί του. Σε κάποιους όμως δεν αρέσουν αυτά. Θα τον προτιμούσαν να ήταν και αυτός στα χαρακώματα. Ενας που κρύβει το όνομά του, στα κατ’ ευφημισμό κοινωνικά δίκτυα, τους κάνει υποδείξεις. «Οι γονείς του Παύλου να μη μιλάνε γιατί χαλάνε το αγωνιστικό του προφίλ». Το ίδιο ζήτησε και ένας βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας. Μη χαλάσει η πολιτική μανέστρα. Μια νεαρή δημοσιογράφος αγανακτεί γιατί δεν έχουν ολοκληρωμένες απαντήσεις. Και για μένα σχολιάζει ότι τους κοιτούσα αποσβολωμένος και μιλούσα λίγο. Ναι, κανονικά θα έπρεπε να τους πιάσω από τα πέτα και να τους ξετινάξω στις ερωτήσεις. Ενας άλλος αποφαίνεται ότι η μάνα του Παύλου δεν έχει αξία. «Αξία έχει ο Ρουπακιάς». «Μπορείς να μπεις στις φυλακές του Μαλανδρίνου και να του πάρεις μια συνέντευξη; Εδώ σε θέλω Θεοδωράκη!».

«Δεν είμαι δεδομένος πολίτης κανενός / κι αφενός δεν σε φοβάμαι κι αυτό είναι γεγονός», τους λέει ο Παύλος.

Στις γειτονιές βέβαια στην πραγματική ζωή, οι άνθρωποι είναι σαν να έχουν «απελευθερωθεί». Θα κρατήσει;

Φεύγοντας τα βράδια από την Αμφιάλη κάνω συχνά την ίδια σκέψη. Πες ότι δεν έγινε. Πες ότι ο Ρουπακιάς δεν έβρισκε το στιλέτο του ή ακόμη καλύτερα το τηλέφωνό του ήταν κλειστό όταν τον καλούσαν οι δικοί του. Τι να του είπαν άραγε; «Τρέχα στην Τσαλδάρη που έχουμε στριμώξει τον ράπερ»;

Αλλά πες ότι δεν έγινε. Και ο Παύλος έφευγε ζωντανός από την ενέδρα. Πώς θα ήταν σήμερα η Ελλάδα; Ναι! Ο φόνος του Παύλου ήταν η πέτρα που τάραξε τον βούρκο. Η πέτρα χάθηκε αλλά όλοι είδαν επιτέλους τον βούρκο. Το τι θα γίνει βέβαια από εδώ και στο εξής δεν ήταν χαραγμένο στην πέτρα. Αν εμείς δεν δώσουμε τη σωστή μάχη, αν κιοτέψουμε ή χαθούμε μέσα στις υπερβολές και τις πολιτικολογίες, η θυσία του Παύλου θα έχει πάει χαμένη.

Αλλά τι τη νοιάζουν όλα αυτά τη Μάγδα. «Εγώ θέλω πίσω το παιδί μου», μου επαναλαμβάνει συνεχώς. «Εγώ δεν είμαι Σπαρτιάτισσα και κανείς δεν με ρώτησε αν θέλω να θυσιάσω το παιδί μου».

«Θέλω να ουρλιάζω, Σταύρο. Να πάω σε ένα βουνό και να ουρλιάζω», με ακολουθούν τα λόγια του Τάκη.

Υποκλίνομαι. Στον πόνο τους αλλά και στην προσφορά της οικογένειάς τους.