Θεωρούνται από τους πιο σκληρά εργαζόμενους. Κάνουν το επτάωρό τους στο σχολείο και το απόγευμα πηγαίνουν στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών ή κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα για να βοηθηθεί η απόδοσή τους στο σχολείο. Το σκληρό πρόγραμμα που ακολουθούν τα περισσότερα Ελληνόπουλα, όμως, δεν φαίνεται να αποτυπώνεται και στις διεθνείς έρευνες για το μορφωτικό επίπεδο, τις επιδόσεις και τις δεξιότητες των μαθητών.

Αντίθετα, τα παιδιά από χώρες της Ασίας φαίνεται, σύμφωνα με τις λίστες απόδοσης των μαθητών, ότι παίζουν στα δάχτυλα τα Μαθηματικά. Στα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας για τα Μαθηματικά και την Επιστήμη του 2011, TIMMS, οι μαθητές Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη Σιγκαπούρη και στη Νότια Κορέα αναδείχθηκαν πρώτοι στα Μαθηματικά. Στις επόμενες τρεις θέσεις δεν θα δει κάποιος παιδιά από ευρωπαϊκές χώρες ή από τις ΗΠΑ αλλά μαθητές από το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν και την Ιαπωνία, που συμπληρώνουν την πεντάδα. Στην τελευταία αυτή έρευνα, η Ελλάδα –όπως και άλλες ευρωπαϊκές χώρες –δεν έλαβε μέρος.
Και μπορεί σε αυτή τη μέτρηση μαθητικής απόδοσης η Ελλάδα να είναι απούσα, σε άλλες λίστες όμως βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις. Η έρευνα The Learning Curve που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο και χρησιμοποίησε αποτελέσματα τριών ερευνών (PISA, Times, Pirls) αφορούσε τις γνωστικές δεξιότητες και το μορφωτικό επίπεδο των μαθητών σε 40 χώρες. Πρώτη στη λίστα ήταν η Φινλανδία και ακολουθούσε η Νότια Κορέα. Από την άλλη, η χώρα μας βρέθηκε στην τελευταία δεκάδα (31η).
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Διεθνούς Προγράμματος για την Αξιολόγηση των Μαθητών PISA του ΟΟΣΑ το 2009 έδειξαν ότι οι 15χρονοι στην Ελλάδα στα Μαθηματικά συγκέντρωσαν βαθμολογία μόλις 466, ενώ οι συνομήλικοί τους στη Νότια Κορέα συγκέντρωναν βαθμολογία 546.

Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι κλειστό και συγκεντρωτικό, επισημαίνει ο καθηγητής Συγκριτικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών Σήφης Μπουζάκης. «Αυτό σημαίνει ότι δεν ευνοεί την κριτική σκέψη, ζητούμενο όμως από αυτές τις διεθνείς έρευνες».

Ο ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ. «Το να βλέπουμε μαθητές από ασιατικές χώρες στις πρώτες θέσεις τέτοιων ερευνών δεν είναι κάτι καινούργιο. Το διαπιστώνουμε τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι αναδυόμενες οικονομίες που έχουν παρουσιάσει ποιότητα στις δημόσιες υπηρεσίες τους, μεταξύ αυτών και στην παιδεία», εξηγεί στα «ΝΕΑ» η επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Πληροφορικής και Τηλεματικής του Χαροκοπείου Χρύσα Σοφιανοπούλου, με αντικείμενο την ανάλυση της εκπαιδευτικής επίδοσης. Η κ. Σοφιανοπούλου ασχολήθηκε από το 1996 έως το 2004 με τις διεθνείς έρευνες απόδοσης των μαθητών. «Πρόκειται για αξιόπιστες μεθοδολογικά μελέτες και σωστά δομημένες, από τη δειγματοληψία μέχρι την ανάλυση αποτελεσμάτων», προσθέτει. Υπάρχει ωστόσο και ο αντίλογος, αφού δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι απαιτείται συζήτηση για την παιδαγωγική και επιστημονική τεκμηρίωση ερευνών όπως η PISA.

Γιατί, παρ’ όλα αυτά, δεν βλέπουμε τα Ελληνόπουλα σε υψηλές θέσεις σε τέτοιου είδους έρευνες;

«Αρχικά έχουμε διαφορετικό εκπαιδευτικό σύστημα. Στη Φινλανδία, για παράδειγμα, οι μαθητές κάθονται περισσότερες ώρες στο σχολείο, στο ολοήμερο πρόγραμμά τους ωστόσο κάνουν πολλές δραστηριότητες και έχουν, φυσικά, ελάχιστο διάβασμα για το σπίτι. Αντίθετα, ένας έλληνας μαθητής έχει πολύ σκληρό πρόγραμμα, είναι μεν λιγότερες ώρες στο σχολείο από τον Φινλανδό, έχει όμως πολύ διάβασμα εκτός σχολείου –στο σπίτι, στα ιδιαίτερα μαθήματα, στο φροντιστήριο. Αυτές στο εξωτερικό είναι έννοιες άγνωστες», τονίζει η κ. Σοφιανοπούλου.

Για τους ειδικούς της εκπαίδευσης, πάντως, η θέση που καταλαμβάνει συχνά η χώρα μας σε αυτές τις μελέτες δεν δηλώνει κατ’ ανάγκην κάτι κακό. «Οι διεθνείς έρευνες εστιάζουν σε συγκεκριμένες γνώσεις. Τα Ελληνόπουλα είναι εξαιρετικά καλοί μαθητές σε ό,τι αφορά τη θεωρία. Ωστόσο, αυτές οι μελέτες εστιάζουν και εξετάζουν τα παιδιά στην εφαρμογή των θεωρητικών εννοιών. Ζητούν λοιπόν κάτι διαφορετικό από αυτό που προσφέρει το ελληνικό σχολείο», προσθέτει η επίκουρος καθηγήτρια.

Ο ΣΤΟΧΟΣ. Στην ελληνική εκπαίδευση δεν υπάρχει ενιαίος στόχος, υποστηρίζουν οι ειδικοί της εκπαίδευσης, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις επιδόσεις των παιδιών.

Ο Δημήτρης Κοντός, φυσικός με 20ετή εμπειρία στις αίθουσες γυμνασίων και λυκείων, έχει διαπιστώσει από πρώτο χέρι τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν μαθητές και καθηγητές όταν αλλάζει η εκπαιδευτική βαθμίδα.

«Είναι σαν να μιλάμε για μία εκπαίδευση χωρισμένη σε βαθμίδες, οι οποίες είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Γι’ αυτό και τα παιδιά που τελειώνουν το δημοτικό και πηγαίνουν στην Α’ Γυμνασίου παθαίνουν σοκ, αφού αλλιώς είχαν μάθει και άλλα αντιμετωπίζουν. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς», λέει.

Κλειδί είναι η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών

Ενα από τα ατού των χωρών που έχουν υψηλούς δείκτες μαθητικής επίδοσης είναι και οι καθηγητές. Οπως σημειώνει ο κ. Μπουζάκης, η επιμόρφωση των δασκάλων και των καθηγητών είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία, ωστόσο έχει παγώσει. «Η επιμόρφωση είναι ένας τρόπος προκειμένου να βοηθηθεί ο εκπαιδευτικός να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, με νέες τεχνολογίες ή ακόμη και ανανέωση των εκπαιδευτικών προσεγγίσεων και μεθόδων διδασκαλίας. Από το 1995 και μέχρι πριν από δύο χρόνια μπορούσαν οι δάσκαλοι να παρακολουθήσουν ένα διετές πρόγραμμα μετεκπαίδευσης μέσα στα πανεπιστήμια. Δυστυχώς, όμως, καταργήθηκε».