Τα αποτελέσματα της έρευνας The Learning Curve που δημοσιεύθηκαν πριν από λίγες ημέρες και αφορούσαν τις γνωστικές δεξιότητες και το μορφωτικό επίπεδο των μαθητών σε 40 χώρες (επρόκειτο για συνδυασμό τριών ερευνών PISA, Times, Pirls μαζί με στατιστικά στοιχεία και κοινωνικοοικονομικούς δείκτες), δεν προκάλεσαν έκπληξη στους ειδικούς της εκπαίδευσης. H Φινλανδία και η Νότια Κορέα φιγουράρουν στις δύο πρώτες θέσεις, ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία δεκάδα (είναι 31η), όπως σε άλλες παρόμοιες έρευνες. Χαμηλά κατατάσσονται επίσης η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, πάνω όμως από την 30ή θέση.
Εκπαιδευτικοί και ειδικοί της εκπαίδευσης παραθέτουν στα «ΝΕΑ» τους βασικούς παράγοντες επιτυχίας των Φινλανδών. Οπως επισημαίνουν μάλιστα, κάποια από τα συστατικά του εκπαιδευτικού μοντέλου θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τη χώρα μας, όχι όμως να αντιγραφούν.
«ΚΛΕΙΔΙ» ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ. Τι κάνουν όμως τόσο καλά στα σχολειά τους οι Φινλανδοί που στα δικά μας –έως σήμερα –δεν γίνεται; Πώς κατακτούν πρωτιές σε τέτοιες έρευνες; Ο καθηγητής συγκριτικής εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών Σήφης Μπουζάκης απαντά ότι ο βασικός παράγων επιτυχίας του φινλανδικού εκπαιδευτικού συστήματος, όπως σημειώνεται και στην έρευνα, είναι οι εκπαιδευτικοί. «Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι έχουν καλούς μισθούς. Είναι πολύ καλά εκπαιδευμένοι. Σχεδόν 100% των εκπαιδευτικών έχει μεταπτυχιακούς τίτλους. Μάλιστα έχουν κίνητρο να κάνουν τέτοιες σπουδές». Επιπλέον ο κ. Μπουζάκης σημειώνει ότι οι εκπαιδευτικοί στη Φινλανδία έχουν πολύ υψηλό κοινωνικό status. «Γι’ αυτό και οι σχολές προσελκύουν πάντα τους αρίστους, τους καλύτερους μαθητές». Στην Ελλάδα αυτό συνέβαινε με τις Παιδαγωγικές Ακαδημίες, αλλά για τελείως διαφορετικό λόγο: οι δάσκαλοι προσλαμβάνονταν στο Δημόσιο, έστω ως αναπληρωτές, ελάχιστους μήνες μετά το πτυχίο.
Η κρίση άλλαξε όχι μόνο αυτό το δεδομένο, αλλά και τους μισθούς- ένας πρωτοδιόριστος δάσκαλος παίρνει καθαρά 648 ευρώ. Οι ετήσιες κατώτερες μεικτές αποδοχές ενός δασκάλου στη Φινλανδία είναι 25.617 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα είναι 15.327 ευρώ.
Από την πλευρά του, ο αιρετός στο Κεντρικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΚΥΣΠΕ) με περίπου 40 χρόνια εμπειρίας στην εκπαίδευση και 20 διδασκαλίας, ο δάσκαλος Δημήτρης Μπράτης λέει ότι σε χώρες που συνήθως έχουν υψηλές επιδόσεις στις έρευνες, οι δάσκαλοι επιμορφώνονται συνεχώς. «Αντίθετα σε εμάς, ενώ το επίπεδο εκπαίδευσης είναι πολύ υψηλό, απουσιάζει η επιμόρφωση. Ο εκπαιδευτικός εγκαταλείπεται. Μόνος του ό,τι κάνει. Τα τελευταία 20 χρόνια σοβαρό πρόγραμμα επιμόρφωσης δεν υπάρχει». Προσθέτει ακόμη ότι το λειτούργημα του δασκάλου δεν μπορεί να είναι τυχαία επιλογή. «Θα έπρεπε δηλαδή, έστω και με το ισχύον σύστημα, με το Μηχανογραφικό, να υπάρχει τρόπος ώστε δάσκαλοι να γίνονται αυτοί που πραγματικά το επιθυμούν».
Για τον κ. Μπράτη, σημαντικό ρόλο για τις επιτυχίες των Φινλανδών παίζει και ο συγκροτημένος κεντρικός σχεδιασμός για την παιδεία, ο οποίος ισχύει εδώ και χρόνια στη χώρα τους. «Αντίθετα, στην Ελλάδα αυτό δεν συμβαίνει. Εχουμε συνεχώς αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Οχι μόνο από κυβέρνηση σε κυβέρνηση αλλά και από υπουργό σε υπουργό». Αναφέρεται επίσης στα υψηλά κονδύλια που δίνονται για την παιδεία. «Χώρες όπως η Φινλανδία δαπανούν 7% του ΑΕΠ τους για την παιδεία. Αντίθετα στην Ελλάδα, ακόμη και όταν διανύαμε καλύτερες εποχές, δεν είχαμε ξεπεράσει το 3,5% του ΑΕΠ».
Στο μικροσκόπιο 50 χώρες
Η έρευνα με τον τίτλο The Learning Curve διενεργήθηκε από το τμήμα πληροφοριών (Intelligence Unit) του «Economist» και εκδόθηκε από την εταιρεία μάθησης Pearson. Στόχος της ήταν να βοηθήσει να γίνει κατανοητό τι οδηγεί σε επιτυχημένα εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση του προγράμματος συμμετείχαν μερικοί από τους κορυφαίους μελετητές και ειδικούς από τον χώρο της εκπαίδευσης. Αναλύθηκαν περισσότερα από 60 κριτήρια από 50 χώρες. Η τελική κατάταξη αφορούσε 39 χώρες και μία περιοχή, το Χονγκ Κονγκ.