Τέσσερις ημέρες αφότου απολύθηκε από τον στρατό, ξεκίνησε για το μεγάλο του ταξίδι: την Ελλάδα.Στον δρόμο βρήκε τον θάνατο
Τη δεύτερη νύχτα της πεζοπορίας, ο 22χρονος Κλάζντι Κάμπο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του, αλλά και από τους ομοεθνείς του. Πέθανε αβοήθητος στα βουνά της Φλώρινας. Σχεδόν έναν μήνα αργότερα, ένας βοσκός βρήκε το πτώμα του, κοντά στο χωριό Τρίγωνο.

Η ζωή του Κλάζντι Κάμπο από την Μπιτίνσκα της Νότιας Αλβανίας δεν διέφερε πολύ από αυτή των υπολοίπων συνομηλίκων του. Μετά το σχολείο, πήγαινε κι αυτός στο καφενείο. «Για να βρούμε τρόπο να φύγουμε από την Αλβανία», όπως λένε οι νεαροί που συγκεντρώνονται στα καφενεία των μικρών πόλεων της περιοχής. Άλλωστε, οι συνθήκες ζωής δεν τους επιτρέπουν να σχεδιάσουν κάτι περισσότερο. Ακόμη και σήμερα, στα χωριά της περιοχής η παροχή ρεύματος και νερού είναι με… ωράριο. Πολλοί απ΄ αυτούς καταφέρνουν και φεύγουν από μικροί, ο Κλάζντι όμως άκουγε τους γονείς του, οι οποίοι δεν του το επέτρεπαν.

Την παραμονή

«Ήθελε και άλλες φορές να φύγει για την Ελλάδα, αλλά δεν τον άφηνε ο πατέρας του. Την τελευταία φορά το ανακοίνωσε παραμονή του ταξιδιού και κανείς δεν μπορούσε να τον μεταπείσει», λέει στα «ΝΕΑ» ο στενός φίλος της οικογένειας, που ζει στο χωριό, νομάρχης της επαρχίας Ντεβόλ, Ραμαντάν Χότζα. Ο 22χρονος είχε καλές αναμνήσεις από την Ελλάδα. «Είχε δει για τρεις μήνες πώς ζείτε εκεί, όταν πήγε με τον πατέρα του στον γιατρό για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο μικρός του αδελφός», τονίζει ο πρώτος εξάδελφός του, ο 27χρονος Ζαμίρ, που συναντήθηκε μαζί με τον Κλάζντι, μία ημέρα πριν εξαφανιστεί. «Πήγα στο σπίτι να τον δω όταν απολύθηκε από τον στρατό. Ήταν αποφασισμένος να φύγει. Ό,τι και να του είπαμε κι εγώ και οι γονείς του, δεν άκουγε», συμπλήρωσε.

Τα όνειρα του 22χρονου περιορίζονταν στο αυτονόητο: «Να βρει μία καλή δουλειά, να βγάζει χρήματα, να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και να βοηθήσει την οικογένειά του. Γνώριζε ότι κάτι θα έβρισκε στην Ελλάδα», είπε στα «ΝΕΑ» ο Ζαμίρ. Γιατί;

Το σπίτι του 22χρονου στην Μπιτίνσκα δείχνει ερμητικά κλειστό. Ο 45χρονος πατέρας του μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία αντιμετωπίζοντας πρόβλημα με την καρδιά του και η μητέρα του είναι απαρηγόρητη. «Προσπαθούμε να τους κάνουμε να ξεχάσουν, αλλά είναι πολύ δύσκολο», λένε οι στενοί συγγενείς τους. Ο αδελφός τού Κλάζντι αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας.

Οι γονείς του Κλάζντι περιμένουν να βρουν απάντηση στο μεγάλο «γιατί» της εγκατάλειψης του παιδιού τους από τους υπόλοιπους Αλβανούς, που ήταν περίπου δέκα. Ο 22χρονος θα περπατούσε για δύο νύχτες μέσω των «περασμάτων» των ελληνοαλβανικών συνόρων. Βρήκε «οδηγό» από τα Τίρανα, ενώ ήταν σε επαφή και με έναν εξάδελφό του στην Ελλάδα. «Όλοι ήταν από το Ελμπασάν και το Λέτσι. Αν ήταν από τη δική μας περιοχή δεν θα τον εγκατέλειπαν, αυτό ήταν το μεγάλο λάθος του, πήγε με αγνώστους», υποστηρίζει ο κ. Χότζα.

Με 50 ευρώ

Ξεκίνησε απόγευμα από το χωριό του με 50 ευρώ και έναν σάκο με ρούχα. Την πρώτη ημέρα, όταν σταμάτησε την πεζοπορία για να μη γίνει αντιληπτός από αστυνομικούς, ο πατέρας του επικοινώνησε μαζί του στο κινητό. Η μπαταρία όμως λίγο αργότερα εξαντλήθηκε.

«Προσπάθησαν να τον βρουν, αφού είχαν ένα κινητό από κάποιον άλλον Αλβανό. Εκείνος στην αρχή τούς έλεγε ότι κάπου είχε πάει ο Κλάζντι. Την άλλη ημέρα έμαθαν ότι είχε ξεμείνει μόνος του στο βουνό», εξιστορεί ο νομάρχης του Ντεβόλ. Όπως εκτιμούν όλοι – και αυτό ενισχύεται από την εκτίμηση της ιατροδικαστού- έπασχε από χρόνια πνευμονία. Ό 22χρονος έπεσε αναίσθητος μην αντέχοντας την πεζοπορία και εγκαταλείφθηκε στα παγωμένα βουνά με αποτέλεσμα να πεθάνει. Η οικογένειά του ακόμη περιμένει να πληροφορηθεί την αιτία θανάτου, από την τοξικολογική εξέταση που αναμένεται.

«Από την ομάδα των λαθρομεταναστών, μόνο ένας εμφανίστηκε μέσω τηλεφώνου, υποδεικνύοντας στις αστυνομικές αρχές της Ελλάδας το σημείο όπου τον άφησαν. Τελικά, το πτώμα βρέθηκε σε διαφορετική κατεύθυνση, έναν μήνα μετά την εξαφάνισή του», είπε ο κ. Χότζα.

Χωρίς νερό, ρεύμα και με μισθούς 100 ευρώ


Η ΜΠΙΤΙΝΣΚΑ είναι χωριό με 800 σπίτια και περίπου 2.000 κατοίκους. Το κέντρο της έχει το σχεδόν εγκαταλειμμένο σχολείο με μία σημαία να κυματίζει και το τζαμί.

Ένας πλανόδιος πουλάει λιμνίσια ψάρια από τη Μικρή Πρέσπα. Η εικόνα του χωριού παραπέμπει στην Ελλάδα τής δεκαετίας του ΄50. Ελάχιστες γυναίκες κυκλοφορούν για να πάρουν νερό από την κεντρική βρύση, «αφού τις περισσότερες ώρες της ημέρας έχει διακοπή νερού στα σπίτια», όπως λένε. Για το ρεύμα ούτε συζήτηση- τέσσερις ώρες την ημέρα κατά μέσο όρο- ενώ οι δρόμοι χωμάτινοι και κακοτράχαλοι.

Οι νέοι του χωριού κατακλύζουν τα καφενεία της γειτονικής πόλης- των 12.000 κατοίκων- της Μπιλίστης. Δουλειές δεν υπάρχουν και οι μισθοί των ιδιωτικών υπαλλήλων μετά βίας ξεπερνούν τα 100 ευρώ. Παρέες νεαρών, ηλικίας 25- 30 χρόνων, μιλούν σχεδόν συνωμοτικά.

«Σχεδιάζουν πώς να φύγουν», θα απαντήσει ένας θαμώνας καφενείουκαφετέριας που καταλαβαίνει ελληνικά.

Τα όνειρά τους κοινά, μια εργασία στην Ελλάδα, στην αρχή παράνομα και στη συνέχεια νόμιμα.

Άλλωστε, η διαδικασία της βίζας είναι τέτοια, που θεωρούν απίθανο να την πάρουν. «Τα χωριά μας έχουν αδειάσει, όλοι είναι μετανάστες», καταλήγει ο ίδιος Αλβανός και συνεχίζει να μιλάει με την παρέα του για τα σχέδια της άλλης ζωής.