Το βλέμμα της, κοφτερό ξυράφι. Στο χέρι της, κολλημένο το τσιγάρο. Το αφήνει, θαρρείς, μόνο για να αρπάξει το καλέμι και να σκαλίσει το μάρμαρο. Να πιάσει τα σύνεργα του οξυγονοκολλητή για να δαμάσει το μέταλλο. Να πάρει το ψαλίδι και να μετατρέψει τις λωρίδες χαρτονιού σε φλαμίνγκο και τράγους – έργα που παρουσιάζει αυτές τις ημέρες στην Γκαλερί Σκουφά, στο Κολωνάκι.

Οι ρυτίδες στο πρόσωπό της μπορεί να μαρτυρούν την ηλικία της. Ποιος προλαβαίνει να τις προσέξει όμως όταν η Ναταλία Μελά τον προσπερνά βιαστικά με το τρίκυκλό της στα στενά των Σπετσών ή όταν βουτά – ακόμη και με το φόρεμά της – στη θάλασσα, στο ετήσιο πάρτι για τη γιορτή της στα τέλη Αυγούστου;

«Τα γηρατειά είναι πόνος μεγάλος», λέει. «Είναι αυτό που με τρομάζει περισσότερο. Αν μπορούσα να τα ξορκίσω…». Εχει βρει τον τρόπο, όμως, κι ας μην το ομολογεί. Δεν υπάρχει ημέρα που να μη δουλεύει. Αφήνει τον τέταρτο όροφο του μεγάρου Τσίλλερ όπου ζει επί της Βασιλίσσης Σοφίας – ίσως το μοναδικό κτίριο, έργο του βαυαρού αρχιτέκτονα, που κατοικείται στην Αθήνα – για να μπει στον παλιό στάβλο που βλέπει στην οδό Μουρούζη. Εκεί όπου είναι το ατελιέ της. Το βασίλειό της. Κι ας θυμίζει περισσότερο συνεργείο με όλο εκείνο τον βαρύ εξοπλισμό που απαιτείται για να δουλευτεί το μέταλλο.

ΖΑΡΚΑΔΙ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ. Κόρη μεγαλοαστών η Νάτα, όπως την αποκαλούν οι φίλοι της, γεννήθηκε υπό το φως των φαναριών ενός αυτοκινήτου, καθώς τη νύχτα της 10ης Ιουλίου 1923 κόπηκε το ρεύμα στην Κηφισιά, όπου βρισκόταν το πατρικό της. Mοναχοκόρη (είχε έναν μικρότερο αδελφό, τον Παύλο), μεγάλωσε με τον Σπαθάρη που έδενε ένα σεντόνι στα δέντρα της αυλής για να της παίζει Καραγκιόζη, με ένα ζαρκάδι που ο πατέρας της είχε πιάσει ζωντανό σε ένα κυνήγι, με σοφέρ έναν ευγενή Λευκορώσο.

Ανατρεπτικός χαρακτήρας, όμως, αποστρεφόταν τους κανόνες. Δεν άντεχε στην ιδέα πως έπρεπε να φορά ταγέρ και μαργαριτάρια και να περιμένει τον γαμπρό, όπως όφειλαν οι κοπέλες της τάξης και της εποχής της. Ονειρευόταν να γίνει παιδί του λαού.

Και από το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών βρέθηκε στην ΕΠΟΝ με τον Κίτσο Μαλτέζο, τον Αδωνη Κύρου, τον Βίκτωρα Μελά. Από διακεκριμένη τενίστρια – ανακηρύχθηκε πρωταθλήτρια Ελλάδας την παραμονή της κήρυξης του πολέμου, στις 27 Οκτωβρίου 1940 – βρέθηκε στα έδρανα της Νομικής και νοσοκόμα στον Ερυθρό Σταυρό. Και από εκεί, δίνοντας εξετάσεις μυστικά από τους γονείς της, στη Σχολή Καλών Τεχνών. «Ηθελα να γίνω μαθηματικός, αεροπόρος, αρχαιολόγος… Τελικά επέλεξα τη γλυπτική διότι έπιαναν τα χέρια μου», εξηγεί.

«Εξετάσεις» όμως έπρεπε να δώσει και να μπει στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Για να αποδείξει ότι δεν πιστεύει, της ζήτησαν να φτύσει στις εικόνες της Μονής Καισαριανής. Οταν ο Κίτσος Μαλτέζος σκοτώθηκε μπροστά στο άγαλμα του Βύρωνα, στο Ζάππειο, η Νάτα Μελά κατάλαβε πως ο νεκρός φίλος της είχε δίκιο όταν της μιλούσε για «ματοκύλισμα». Και ξέκοψε μια και καλή από το Κόμμα. Το μόνο που της έμεινε από εκείνη την εποχή είναι η προσωνυμία «βασιλοκομμουνίστρια».

Οταν οι κοπέλες της εποχής της δέχονταν επισκέψεις στο σαλόνι τους, η Νάτα Μελά με τα πλεκτά συνολάκια της δεχόταν την αφρόκρεμα της ελληνικής τέχνης και διανόησης στο ατελιέ της, στον πρώην στάβλο, καθώς τα πλυσταριά της ταράτσας όπου είχε αρχικά εγκατασταθεί κάηκαν. Τσαρούχης, Εγγονόπουλος, Μόραλης, Εμπειρίκος, Πικιώνης, Σεφέρης, Σαχτούρης, Ελύτης, Μαυροΐδης, Ανδρικοπούλου ήταν μόνο μερικοί από τους αγαπημένους της φίλους που είχαν μετατρέψει το εργαστήρι και το σπίτι της σε στέκι.

Ο έρωτας στο μεταξύ χτυπά την πόρτα της ατίθασης Νάτας με ένα… τούβλο. Ο νεαρός τότε αρχιτέκτονας Αρης Κωνσταντινίδης, που επέβλεπε τις επισκευές του διαμερίσματος από όπου έπεσε το τούβλο, σπεύδει να ζητήσει συγγνώμη από τη νεαρή γλύπτρια και της προτείνει να πάνε για μπάνιο. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου. Παντρεύονται, αλλά η συνύπαρξη δύο τόσο ισχυρών προσωπικοτήτων δεν θα είναι εύκολη και οι καβγάδες και οι αντιπαραθέσεις κυρίως σε θέματα δουλειάς είναι έντονα. Ο δεσμός τους ωστόσο θα αποδειχθεί πιο ισχυρός. Μάρτυρές του, οι δύο χρυσές βέρες που εξακολουθούν να είναι κολλημένες στον δεξιό της παράμεσο. Η δική της και του «ανθρώπου της», όπως η ίδια περιγράφει τον σύζυγό της, που «έφυγε» το 1993.

Από τον γάμο τους γεννιούνται το 1952 ο Δημήτρης και το 1954 η Αλεξάνδρα. Η Νάτα Μελά σταματά να δουλεύει για μία δεκαετία για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ως μητέρα είναι αυστηρή και φιλελεύθερη ταυτοχρόνως. «Μπορούσε να σε τρελάνει, δεν ήξερες από πού να φυλαχθείς», θυμάται η κόρη της, Αλεξάνδρα Τσουκαλά, που έχει πάρει την καλλιτεχνική φλέβα της μητέρας της και σχεδιάζει από φωτιστικά έως κοσμήματα.

Οι βεγγέρες δίνουν και παίρνουν. Το σπίτι είναι πάντα ανοιχτό. Η Νάτα πειραματίζεται στην κουζίνα, κάποιες φορές αφηρημένη ξεχνά ότι έχει καλέσει κόσμο, αλλά δεν παραλείπει ποτέ να λύσει τα σταυρόλεξα από τις αγαπημένες της εφημερίδες και όταν βρίσκει χρόνο ασχολείται με την αστρολογία.

ΔΙΠΛΩΜΑ ΟΞΥΓΟΝΟΚΟΛΛΗΤΗ. Οταν επιστρέφει στα καλλιτεχνικά πράγματα, υπογράφει ως Ναταλία Κωνσταντινίδη για να αποτινάξει τον τίτλο της «δεσποινίδος Μελά που κάνει και λίγο γλυπτική». Το ξανασκέφτεται όμως και καταλήγει πως θα κρατήσει το πατρωνυμικό της. Και ενώ έχει ήδη φτιάξει την προτομή του Στέφανου Δραγούμη στο Ζάππειο, την προτομή του Γεωργίου Πεσμαζόγλου στην Εθνική Τράπεζα, το μνήμα του μητροπολίτη Αθηνών Χρύσανθου και το μνημείο για τους πεσόντες στο Λεόντιο Νεμέας μαζί με τον Πικιώνη, αποφασίζει να στραφεί στο μέταλλο – «είναι πιο δραματικό, μπορείς να το αλλάξεις», πιστεύει – και παίρνει δίπλωμα από τη σχολή οξυγονοκολλητών.

Μυθολογία και φυσικός κόσμος αποτελούν την πηγή έμπνευσής της. Οι φόρμες της ανοιχτές, η τέχνη της αφαιρετική. Ακολουθεί το ρεύμα της μοντέρνας γλυπτικής, αφήνεται να την καθοδηγήσει το υλικό και ανάμεσα στους θαυμαστές της συγκαταλέγονται ο Ζυλ Ντασσέν και η Μελίνα Μερκούρη. Και ενώ οι εκθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη, από την Αθήνα έως το Βουκουρέστι, τη Βιέννη, τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι και το Λουξεμβούργο, η Νάτα Μελά στήνει ανάμεσα σε άλλα το Μνημείο Πεσόντων Αεροπόρων στο όρος Οθρυ, την Μπουμπουλίνα στις Σπέτσες, την Κυβέλη στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, τον Παύλο Μελά στη Θεσσαλονίκη.

Η Νάτα Μελά έχει ζήσει Κατοχή, χούντα και τώρα βιώνει τη βαθιά οικονομική κρίση. «Είναι πολύ κακή εποχή, διότι τώρα δεν ξέρουμε ποιος είναι ο εχθρός. Είμαι αισιόδοξη όμως ότι θα τελειώσει. Εστω και με έναν άλλο πόλεμο».