Συνελήφθη και πέρασε από δίκη, όπου καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18,5 ετών, όσα δηλαδή ήταν τα χρόνια του, όπως του επισήμανε ο πρόεδρος του δικαστηρίου.

«Ευτυχώς που δεν ήμουν εξηντάρης», έλεγε αργότερα αστειευόμενος στους φίλους του.

Φυλακίστηκε στο Επταπύργιο και αργότερα στον Κορυδαλλό στην πτέρυγα Γ, όπου κρατούντο οι μη χαρακτηρισμένοι ως κομμουνιστές.

Ηταν ο νεότερος πολιτικός κρατούμενος, ανάμεσα σε δεκάδες σε εκείνη την πτέρυγα του Κορυδαλλού και εκεί έδειξε ενδιαφέρον για την δημοσιογραφία στα μαθήματα που έκανε ο συγκρατούμενός του Γιάννης Καψής, μετέπειτα διευθυντής των «ΝΕΩΝ».

«Θυμάμαι ένα ψηλόλιγνο αγόρι, που περπατούσε συχνά στο προαύλιο της φυλακής μόνο, σκεπτικό, προβληματισμένο», διηγείται ο Γ. Καψής. «Πολλές φορές κάναμε βόλτες μαζί και συζητούσαμε επί ώρες».

Από τη φυλακή βγήκε το 1972 για έξι μήνες λόγω ανηκέστου βλάβης – είχε πάθει φυματίωση.

Διέφυγε στο εξωτερικό (Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία) και επέστρεψε μετά την πτώση της χούντας. Την ημέρα του Πολυτεχνείου, η αστυνομία εισέβαλε στο σπίτι του αναζητώντας τον.

Αρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής και επιμελητής των εκδόσεων «Ποντίκι», απ’ όπου ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα.

Αργότερα εργάστηκε στην τηλεόραση και το 1995 εντάχθηκε στο δυναμικό των «ΝΕΩΝ» υπογράφοντας από το 1999 τη στήλη «Δρόμοι».

Ο εκδότης του «Ποντικιού» Κώστας Παπαϊωάννου θυμάται ένα τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον τότε διευθυντή των «ΝΕΩΝ» Λέοντα Καραπαναγιώτη: «Μου έστειλες ένα διαμάντι», του είπε.

Από τις εκδόσεις «Ποταμός» κυκλοφόρησε το 2002 το βιβλίο του «Η άχρονη χώρα».

Η κηδεία του θα γίνει στα Χανιά.

Η νεκρώσιμη ακολουθία θα τελεστεί την Κυριακή 18 Νοεμβρίου στις 13.30 στο Νεκροταφείο Καλλιθέας.

Η οικογένεια του εκλιπόντος παρακαλεί αντί στεφάνων να κατατεθούν χρήματα στο «παιδικό χωριό SOS».