Δεν έλειψα σε κανένα από τα μεγάλα ραντεβού: Το 1968 στο Καλλιμάρμαρο με τον εντεκάχρονο αδελφό μου στον αγώνα ΑΕΚ – Σλάβια Πράγας. Το 1971 μόνος, κυνηγημένος νύχτα από την Αστυνομία, στα στενά της Ομόνοιας μετά το ματς ΠΑΟ – Ερυθρός Αστέρας 4-1. Το 1987 στο ΣΕΦ με φίλους για το Ελλάδα – Γιουγκοσλαβία. Το 2004 παγιδευμένος σαν θηρίο στο κλουβί με τον γιο μου στο μπαλκόνι του σπιτιού που μόλις είχα μετακομίσει. Μέσα στα 36 αυτά χρόνια έχασα βέβαια εξαιτίας αγώνων μπάσκετ και ποδοσφαίρου αναρίθμητα πιο προσωπικά ραντεβού. Μέχρι που ένιωσα εξαρτημένος και συζήτησα την πάθησή μου και με ειδικό. Κανένα συμπέρασμα δεν έβγαλα από τη συνεδρία. Το μόνο που κατάλαβα είναι η ολοκληρωτική ταύτισή μου με τους ήρωες και η απόστασή μου από τους οπαδούς της αποστασιοποίησης. Μου ήταν πεντακάθαρο πια το ότι με συναρπάζει το θέαμα της σύγκρουσης περισσότερο από την ηρεμία της ανάλυσής του. Αγνωστο γιατί. Δεν είναι ότι δεν τα κατάφερνα να αναλύσω τον αγώνα. Το αντίθετο μάλιστα, κρίνοντας από τους συνομιλητές μου που συνήθως κάποια στιγμή άλλαζαν αποκαμωμένοι κουβέντα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αδιαφορούσα για την αφέλεια που μου απέδιδαν ή τις υπενθυμίσεις τους για το πιθανό ντοπάρισμα παικτών, τις συνωμοσιολογίες τους περί στημένων, τις καταστροφικές τακτικές που επικρατούν σε μπάσκετ και ποδόσφαιρο κ.λπ. Ο,τι και να ίσχυε από αυτά, που τα περισσότερα ισχύουν στη χώρα μας, κανένα τους δεν μπόρεσε να ανατρέψει την απόλαυσή μου να παρακολουθώ τη σύγκρουση απόψεων, ακόμη και ιδεολογιών, αλλά σίγουρα των εθνικών ταυτοτήτων που αποτυπώνονται στον τρόπο παιχνιδιού κάθε ομάδας. Η Βραζιλία, η Γερμανία, η Αγγλία, η Ρωσία, η Ελλάδα, όλα τα προτερήματα και ελαττώματα των κοινωνιών τους διαγράφονταν πεντακάθαρα στο ομοιόμορφο πράσινο φόντο. Οποιος είχε παίξει μπάλα κάποτε στη ζωή του μπορούσε να τα διακρίνει. Πάνω από όλα αυτά, όμως, τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει την ελπίδα μου ότι, έστω και για μια στιγμή, απόψεις, συστήματα, τακτικές, εθνικές ταυτότητες θα ανατραπούν από την τρέλα ή τον καημό ενός. Λίγο με ενδιέφερε εάν αυτός θα λέγεται Διαμαντίδης, Νίνης, Μέσι ή Κιριλένκο. Οσο και αν τις περισσότερες φορές στο τέλος του αγώνα είχα διαψευστεί, αυτή η ελπίδα της ανατροπής ήταν που δεν με άφηνε να λείψω από αυτόν. Δεν νομίζω ότι ζητούσα κάτι διαφορετικό και από την τέχνη, την πολιτική ακόμα και από σχέσεις ή συναναστροφές όπου η έκπληξη και η ανατροπή ήταν πάντα ταυτόσημες με την έννοια της ζωής όπως την αντιλαμβανόμουν. Ισως να ήταν μια ψευδαίσθηση νίκης πάνω στον προδιαγεγραμμένο θάνατο. Το πρόβλημά μου όμως σήμερα είναι ότι ζω σε μια χώρα που ψηφίζει την άλλη εβδομάδα, στην οποία τείνει να γίνει κοινωνικός κανόνας η ανατροπή κάθε λογικής! Γι’ αυτό και έχω μεγάλη περιέργεια να διαπιστώσω εάν αυτή τη φορά θα εξακολουθήσω να πανηγυρίζω έναν τυχόν θρίαμβο της παράνοιας με την Ελλάδα να σκοράρει τέσσερα γκολ ή την επικράτηση της λογικής και τον τερματοφύλακά μας να μαζεύει εφτά φορές την μπάλα από τα δίχτυα μας. Εάν πάντως μπλεχτώ, θα προσχωρήσω στη βολική άποψη του Μεγαλέξανδρου που βρήκα σε ένα σκίτσο στο διαδίκτυο. Εκεί όπου ο έτοιμος για καβγά φουστανελοφόρος ήρωας αποφαινόταν: «Σιγά, μωρέ, ένα παιχνίδι είναι το ποδόσφαιρο!».

Ο Σωτήρης Γκορίτσας είναι σκηνοθέτης κινηματογράφου