Τα σημάδια του χρόνου και της εγκατάλειψης ξεχωρίζουν πλέον από απόσταση στο ξύλινο σκαρί της. Η θαλαμηγός «Sirocco», δώρο του ιταλού δικτάτορα Μουσολίνι στην πρωτότοκη κόρη του και τον γαμπρό του, σαπίζει δεκαέξι χρόνια τώρα σε καρνάγιο στη Σαλαμίνα. Κι όμως, έχει πίσω της τη δική της ιστορία, γραμμένη και με ελληνικά γράμματα…

Ναυπηγημένη το 1937 στην Ιταλία, ήταν παραγγελία του Μουσολίνι στο μικρό ναυπηγείο Costagutta της Γένοβας. Τη χάρισε στη μεγαλύτερη κι αγαπημένη κόρη του Εντα (1910-1995) και στον σύζυγό της, κόμη Γκαλεάτσο Τσιάνο, υπουργό Εξωτερικών της φασιστικής Ιταλίας. Με το νεότευκτο αυτό κότερο το ζεύγος αρμένιζε στην Αδριατική, κατά καιρούς φιλοξενούσε και αξιωματούχους στα ταξίδια του. «Στην ιστορία το «Sirocco» έμεινε περισσότερο ως «το σκάφος του Τσιάνο». Καθώς ήταν ενταγμένο και στη δύναμη του ιταλικού στόλου, όποτε έπλεε, το ακολουθούσε και ιταλικό πολεμικό πλοίο για την προστασία του ζευγαριού. Απ’ όσο, πάντως, μπορούμε να ξέρουμε – έπειτα και από σχετική έρευνα στα αρχεία του ιταλικού Ναυαρχείου από φίλους μου που σπούδαζαν στην Ιταλία -, ο ίδιος ο Μουσολίνι δεν φαίνεται να είχε ταξιδέψει με αυτό. Οταν πια η Ιταλία έχασε τον πόλεμο, κατασχέθηκε, όπως και τα υπόλοιπα ιταλικά σκάφη, πιθανόν από τους Γάλλους…», λέει στα «ΝΕΑ» ο Σεβαστιανός Σαμοΐλης, γαμπρός του αποθανόντος Αντώνη Δαρδαγάνη, τελευταίου καπετάνιου της θαλαμηγού.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τύχη του ιστιοφόρου περνά σε γαλλικά χέρια. Τουλάχιστον αυτό καταδεικνύει και η έρευνα των «ΝΕΩΝ» στα αρχεία του Νηολογίου Πειραιώς, όπου καταχωρίζεται πλέον από το 1961 ως «Συρόκο». Σύμφωνα με αυτά, τελευταίοι ξένοι ιδιοκτήτες της θαλαμηγού εμφανίζονται οι Γάλλοι Francis, Pierre και Alberet Cyprien Fabre, που την πούλησαν τότε αντί 130.000 νέων γαλλικών φράγκων στον Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, κάτοικο Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας. Το 1966 περιέρχεται στην εταιρεία Ναυτικαί και Τουριστικαί Εκμεταλλεύσεις Παναγιώτ ΕΠΕ, έναντι 2,4 εκατ. δραχμών. Εντεκα χρόνια αργότερα, την αγοράζει προς 1,5 εκατ. δραχμές ο Ιωσήφ Βαγιωνής για λογαριασμό της Ποσειδώνιον Γ. Βαγιωνής – Ανώνυμος Ξενοδοχειακή Εμποροβιομηχανική και Τουριστική Εταιρεία. Μεταβιβάζεται εκ νέου έναν χρόνο μετά, αυτή τη φορά στη Σιρόκο Τουριστικαί Ναυτικαί Επιχειρήσεις ΕΠΕ, αντί 1 εκατ. δραχμών. Τέλη Δεκεμβρίου 1979, αλλάζει για τελευταία φορά πλοιοκτήτη, καθώς καταλήγει, έναντι 1 εκατ. δραχμών, στη Δ. Φραγκάκης – Α. Δαρδαγάνης Επιχειρήσεις ΕΠΕ.

«Τι ειρωνεία της τύχης! Το κότερο του ανθρώπου που πρωτοστάτησε στη φασιστική επίθεση ενάντια στην Ελλάδα να φέρει μετέπειτα τη γαλανόλευκη σημαία στον ιστό του και να παραμένει ακόμα και τώρα στη χώρα μας!», λέει ο Χάρης Τζάλας, πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης. Ιδιοκτήτης ναυλομεσιτικής εταιρείας ήταν στη δεκαετία του ’60, όταν προσέλαβε τον Αντώνη Δαρδαγάνη ως καπετάνιο σε άλλο μεγάλο ιστιοφόρο σκάφος του, αφού αυτός πρωτοδούλεψε σε σκάφος της οικογένειας Φιξ. «Τον θυμάμαι μετέπειτα κάποια στιγμή να μου λέει να τον βοηθήσω, να πάρει κι αυτός ένα δικό του μικρό σκάφος. Τελικά αγόρασε μαζί με τον κουνιάδο του, τον Δημήτρη Φραγκάκη, το «Sirocco». Ενα Motor Sailer (σκάφος με πανιά και μηχανή), από τα ωραιότερα που κυκλοφόρησαν τότε στις ελληνικές θάλασσες, με μόνιμη θέση στην προβλήτα του Ομίλου Ερετών στο Πασαλιμάνι…», θυμάται σήμερα.

«Ο πεθερός μου το δούλεψε ως τουριστικό την περίοδο 1978-93, κατά βάση σε κρουαζιέρες σε Αιγαίο και Ιόνιο, περιστασιακά και στην Κροατία. Συνήθιζε να το νοικιάζει για επταήμερες ή και μεγαλύτερης διάρκειας εκδρομές, συνήθως με σταθερούς, αμερικανούς πελάτες, της υψηλής κοινωνίας. Ειδικά τα πρώτα δυο-τρία χρόνια έβγαλε πολύ καλά χρήματα απ’ αυτό. Το 1978, για παράδειγμα, κέρδιζε ώς και 300-400 δολάρια την ημέρα…», ανατρέχει με τη σειρά του ο Σεβαστιανός Σαμοΐλης. «Προσωπικά, ταξίδεψα με αυτό μια-δυο φορές, την περίοδο 1983-84, σε Κυκλάδες, Υδρα, Σπέτσες και Ψαρά. Ηταν εξαιρετικά καλοτάξιδο, αβύθιστο, παντός καιρού σκάφος: με αυτό ο πεθερός μου είχε αντιμετωπίσει ώς και 11-12 μποφόρ στη Νότια Κρήτη και το Λιβυκό Πέλαγος. Ηταν, άλλωστε, αριστοτέχνης σε αυτά τα σκάφη – είχε και ναυτική καταγωγή, από τη Λήμνο…», περιγράφει. «Ηταν ένα απλό, όχι χλιδάτο σκάφος. Και η μητέρα μου συνήθιζε να ταξιδεύει με αυτό, ώστε να βοηθά ως μαγείρισσα στις κρουαζιέρες…», ανατρέχει κι ο Δημήτρης Δαρδαγάνης, γιος του τελευταίου καπετάνιου του «Sirocco».