Οι συγκεντρώσεις στην Πλατεία Συντάγµατος είναι όµορφες. Σηµαδεύουν την ιστορία του τόπου. Στις 3 Σεπτεµβρίου του 1843, το πλήθος µπροστά στα ανάκτορα κατέλυσε την ελέω Θεού µοναρχία, απέκτησε Σύνταγµα και το δικαίωµα να εκλέγει τους εκπροσώπους του. Τη νύχτα εκείνη έχει απεικονίσει σε λιθογραφία άγνωστος καλλιτέχνης: το πλήθος, οι τσολιάδες, ο Μακρυγιάννης και ο Καλλέργης και στο βάθος το κτίριο των Ανακτόρων. Το ίδιο κτίριο διακρίνεται και στο βάθος της φωτογραφίας που δηµοσιεύτηκε στις αρχές αυτής της εβδοµάδας. Σε πρώτο πλάνο και πάλι το πλήθος το µουντζώνει.

οι «Αγανακτισµένοι» πολίτες είναι συµπαθείς. Ποιος άλλωστε έλληνας πολίτης δεν είναι αγανακτισµένος; Ενα όµως δεν µπορώ να καταλάβω. Κραυγάζοντας «να καεί το µπ… η Βουλή» και προπηλακίζοντας τους εκλεγµένους εκπροσώπους, ποιους µεµφόµαστε; Μόνοι τους βρέθηκαν στο Κοινοβούλιο οι βουλευτές µας, ο Παπαδόπουλος στη Συµβουλευτική Επιτροπή του τους όρισε; Ποιος τους εξέλεξε; Ποιος έκανε ουρές στο γραφείο τους για να ανταλλάξει την ψήφο του µε κάποιον διορισµό; Ποιος υπερψήφισε όποια τηλεπερσόνα επιδείκνυαν τα ψηφοδέλτια;

Πριν από µια – δυο δεκαετίες οι απογοητευµένοι από το κόµµα που ψήφιζαν αποκαλούσαν τον εαυτό τους «κοψοχέρη». Επαιρναν επάνω τους την αναµφίβολη ευθύνη της επιλογής τους και «έκοβαν» συµβολικά το χέρι που ψήφισε το κόµµα, που έβαλε τον σταυρό. Σήµερα, µε δύο χέρια, εντελώς ανεύθυνοι των επιλογών µας, ωσάν µωρά παιδιά που έχουν το ακαταλόγιστο, µουντζώνουµε το Κοινοβούλιο και ό,τι αυτό συµβολίζει, συµπεριλαµβανοµένων και των κατακτήσεων µιας νύχτας της 3ης Σεπτεµβρίου στην πλατεία που ονοµάσθηκε Πλατεία Συντάγµατος.

υπάρχει και µια τρίτη εικόνα: πρωί της 21ης Απριλίου, το ίδιο κτίριο, η ίδια πλατεία, περικυκλωµένη από τανκς,. Και εντελώς άδεια.