Ο προχθεσινός τελικός του Τσάµπιονς Λιγκ, µεταξύ Μπαρτσελόνα και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ήταν ο θρίαµβος της θεαµατικής διάστασης του ποδοσφαίρου και του φίλαθλου ανταγωνισµού. Πού πήγαν όµως οι χούλιγκαν;

Από τα τέλη του 19ου αιώνα που πρωτοεµφανίστηκε, το φαινόµενο του χουλιγκανισµού ακολουθεί τους ρυθµούς και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών µεταβολών, ιδιαίτερα στις χώρες της Ευρώπης. Οι µελέτες και οι έρευνες είναι πολλές, ιδιαίτερα στο Ηνωµένο Βασίλειο, στη συνέχεια στην Ολλανδία και πρόσφατα στον ευρωπαϊκό Νότο. Εστιάζονται στο προφίλ των ταραχοποιών, τις αφορµές και τους λόγους των βίαιων ξεσπασµάτων στα γήπεδα, τις πολιτικές πρόληψης και αντιµετώπισης.

Οι εικόνες των χούλιγκαν είναι πολλές. Από τους νέους των χαµηλών κοινωνικοοικονοµικών στρωµάτων, που ζουν στα λιµάνια και τις φτωχογειτονιές της Αγγλίας και αποστερηµένοι µεταφέρουν την υποκουλτούρα της γειτονιάς στα γήπεδα (The Harrington Report 1968), έως το πρόσφατο δείγµα των 270.000 φανατικών οπαδών οµάδων της έρευνας του Barclays που περιγράφονται ως «καλοντυµένοι, ευκατάστατοι, µε έντονη κοινωνική ζωή και συχνές διακοπές στο εξωτερικό».

Στην Ελλάδα, δεν έχουµε διερευνήσει εκτεταµένα και τεκµηριωµένα το φαινόµενο στον χώρο και τον χρόνο. Μία ακόµα ένδειξη της µακρόχρονης παραµέλησης της κοινωνικής έρευνας, όχι φυσικά από το ακαδηµαϊκό και ερευνητικό προσωπικό της χώρας, αλλά πρωτίστως από την ένδεια κονδυλίων για την κοινωνική έρευνα στη χώρα µας. Ετσι, παρότι υπήρξαν σοβαρά περιστατικά αθλητικής και εγκληµατικής βίας στη χώρα µας, απουσιάζουν µακρόχρονες µελέτες που να φωτίζουν τις ποσοτικές και κυρίως ποιοτικές όψεις του φαινοµένου και τις διαχρονικές µεταβολές του. Οι όποιες απόπειρες διερεύνησης – παρότι αξιοσηµείωτες συµβολές – είναι σποραδικές και περιορισµένης εµβέλειας. Με δεδοµένο ότι οι προσαγωγές, οι συλλήψεις και οι καταδικασµένοι για παρόµοια αδικήµατα δεν συνιστούν αντιπροσωπευτικό δείγµα ούτε του συνόλου των ταραξιών ούτε επίσης των περιστατικών, αντιλαµβάνεται κανείς ότι δεν µπορούµε να διακινδυνεύσουµε γενικεύσεις. Κατά µέσο όρο, από τις ευρωπαϊκές έρευνες προκύπτει ότι το ποσοστό συλλήψεων των ταραχοποιών στα γήπεδα ανέρχεται στο 0,011% του συνόλου.

Σύµφωνα µε συναφή έκθεση του Συµβουλίου της Ευρώπης που δηµοσιεύθηκε το 2008, η Ελλάδα είναι τελευταία στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών που αντιµετωπίζουν πρόβληµα χουλιγκανισµού.

Στο ίδιο κείµενο επισηµαίνεται ότι οι έλληνες φίλαθλοι δεν λειτουργούν υπό το κράτος των ναρκωτικών και του αλκοόλ, κάτι που παρατηρείται πολύ συχνά στη Βόρεια και τη ∆υτική Ευρώπη.

Αυτά ίσχυαν µέχρι πρότινος για την Ελλάδα.

Θα µπορούσαν να είναι µια γενική τοποθέτηση και εισαγωγή για το θέµα.

Οµως σήµερα πρέπει να προσεγγίσουµε και να αντιµετωπίσουµε το φαινόµενο και τα πρόσφατα επεισόδια σε απόλυτο συσχετισµό µε την παρούσα κοινωνική, οικονοµική και πολιτισµική συγκυρία. Να διερευνήσουµε τιςυπόγειες διαδροµές µεταξύ της αθλητικής, της εγκληµατικής και της κοινωνικής βίας. Να δούµε τις πραγµατικές και συµβολικές διαστάσεις, σε µια κοινωνία που βρίσκεται στη δίνη της οικονοµικής και κοινωνικής κρίσης και όλοι µας συµµετέχουµε σε in vivo διαδικασίες σηµαντικών κοινωνικών µεταβολών. Σε αυτό το πλαίσιο,οι υποθέσεις και τα ερωτήµατά µας ξεφεύγουν νοητά από τα ίδια τα γεγονότα του γηπέδου και περιστρέφονται στο ενδεχόµενο ύπαρξης µιας υποβόσκουσας, λανθάνουσας κοινωνικής αντίδρασης, η οποία εν δυνάµει µπορεί να γενικευτεί και να εξαπλωθεί.

Οι υποθέσεις µας εξ ορισµού εγκλωβίζονται σε µια ιδιότυπη µορφή κοινωνικής αµηχανίας, που αποτυπώνεται άλλοτε στην παθητική στάση, άλλοτε στην αγριότητα της κοινωνικής βίας και συχνότερα στη στάση της Πολιτείας. Η πολιτική διαχείριση του ζητήµατος, µε ελαφρά καθυστέρησηκαι χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, επικεντρώθηκε για πολλοστή φορά στο «µαχαίρι που θα φτάσει στο κόκαλο» και στην καλύτερη περίπτωση θα περιλαµβάνει πολιτικές εξαγγελίες για αυστηρότερες ποινές και για πιθανές τιµωρίες των οµάδων. Κάποια χρόνια πριν, παρόµοιες πρακτικές διαχείρισης ήταν εν µέρει αποτελεσµατικές ή συνέβαλαν στη διαµόρφωση θετικών εντυπώσεων. Σήµερα όµως, πουοι προσδοκίες των πολιτώνγια ασφάλεια και προστασία είναι αυξηµένες, σήµερα που επιβάλλεται να δούµε τα φαινόµενα και τις κοινωνικές πραγµατικότητες µέσα από ευρυγώνιους φακούς και οριζόντιες πολιτικές και όχι στενά στο πλαίσιο των ασφυκτικών αρµοδιοτήτων των φορέων, ίσως µπορέσουµε να φωτίσουµε καλύτερα τις όψεις του φαινοµένου και την πιο αποτελεσµατική του διαχείριση.

Σήµερα πρέπει να προσεγγίσουµε και να αντιµετωπίσουµε το φαινόµενο και τα πρόσφατα επεισόδια σε απόλυτο συσχετισµό µε την παρούσα κοινωνική, οικονοµική και πολιτισµική συγκυρία

Η Βάσω Αρτινοπούλου είναι αντιπρύτανης του Παντείου Πανεπιστηµίου