Η κριτική, η καλόπιστη και ως εκ τούτου αντικειµενική και προσφέρουσα κριτική, πάντοτε χαρακτήριζε τους πανεπιστηµιακούς δασκάλους µας. Τους δασκάλους εκείνους που σε δύσκολες εποχές τρέχαµε να γεµίσουµε τα αµφιθέατρα της Νοµικής Σχολής για να τους ακούσουµε, να πάρουµε γνώση και δύναµη και µε τη σειρά µας να δώσουµε στον κόσµο, στον απλό πολίτη, ελπίδα και φρόνηµα. Να ακούσουµε τη φωνή τους ως λόγο στήριξης του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, ως λόγο εµπέδωση της έννοιας της διάκρισης των εξουσιών, το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισµα του κράτους δικαίου. (Αλήθεια, τι θα σκέπτονταν ο Αριστοτέλης, ο Ιωάννης ο Ακτήµων, ο Μοντεσκιέ… αν άκουγαν σήµερα τους όψιµους αναθεωρητές των παγκόσµιων υπερσυνταγµατικών και υπερνοµοθετικών αρχών και διατάξεων;) Οι φωνές αυτές, αν δεν χάθηκαν, εκλείπουν χρόνο µε τον χρόνο, µέρα µε την ηµέρα. Αντικαθίστανται µε φωνές εφήµερου εντυπωσιασµού, ιδιότυπου λαϊκισµού και κατευθυνόµενου λόγου. Γιατί πώς αλλιώς να εξηγηθεί ο επιχειρούµενος αποπροσανατολισµός της κοινής γνώµης, όταν επιδιώκεται, µε ευχάριστα ακουστικά ερεθίσµατα, η αντίδραση του ανενηµέρωτου και πράγµατι µαστιζόµενου από την οικονοµική κρίση πολίτη;

Με το πρόσφατο (7-8 Μαΐου 2011) άρθρο του στα «ΝΕΑ», µε τον τίτλο «Δικαστές ή βουλευτές,» ο καθηγητής του Συνταγµατικού Δικαίου Σταύρος Τσακυράκης (προσωπικά, εκτιµώ το επιστηµονικό έργο του) δεν ξέφυγε από την «πεπατηµένη» του τελευταίου καιρού. Αναφέρεται στις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών – και δεν είναι ο µόνος. Αναφέρεται σε ένα θέµα που από άστοχους χειρισµούς των αρµόδιων οργάνων επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα λόγω των διεκδικήσεων των βουλευτών. Και, βέβαια, είναι δικαίωµα οποιουδήποτε να έχει άποψη για το πώς πρέπει να διαµορφώνονται οι αποδοχές στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα και, φυσικά, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών. Αυτό όµως που έχει καθήκον ένας αντικειµενικός (πανεπιστηµιακός) αρθρογράφος είναι να καταγράφει την πραγµατικότητα. Να ενηµερώνει για τη συνταγµατική θέση και την κοινωνική αποστολή των δικαστών. Να ενηµερώνει για τη λειτουργία και τις αρµοδιότητες των τριών λειτουργιών του κράτους, εκτός αν θεωρεί ότι πρέπει να παραβιάζεται το Σύνταγµα.

Για παράδειγµα, δεν µπορεί σήµερα να γίνεται λόγος για πρωτοκαθεδρία – παντοδυναµία του νοµοθετικού σώµατος, γιατί κάθε λειτουργία (νοµοθετική – δικαστική – εκτελεστική) στον χώρο αρµοδιότητάς της που το Σύνταγµα οροθετεί έχει την «πρωτοκαθεδρία» και «κυριαρχία», αλλά µέχρι εκεί και τίποτε περισσότερο. Βέβαια στο νοµοθετικό σώµα, στη Βουλή, ανήκει η νοµοθετική λειτουργία και αυτή είναι το ύψιστο έργο στη λειτουργία του κράτους δικαίου. Ωστόσο η κοινωνική συνείδηση µέσα από το Σύνταγµα, τα Διεθνή Πρωτόκολλα και τις Διεθνείς Συµβάσεις έθεσε περιορισµούς. Περιορισµούς που η δικαστική λειτουργία είναι ταγµένη να προστατεύσει. Μπορεί να φανταστεί κανείς τον νοµοθέτη να θεσπίζει διάταξη µε την οποία θα ορίζεται ότι οι ποινικοί νόµοι θα έχουν αναδροµική ισχύ; Ή ότι θα απαγορεύεται ο γάµος; Τα δικαστήρια δεν θα εφαρµόσουν τέτοιους (αντισυνταγµατικούς) νόµους, αλλά, επιπλέον, οι κοινώς αποδεκτές δικαιικές αρχές, που συγκροτούν την ιδέα της Δικαιοσύνης, παρέχουν τη δυνατότητα στο δικαστήριο να µετριάσει τις ακρότητες ενός συνταγµατικού µεν αλλά άνισου και, συνακόλουθα, άδικου νόµου.

Θα ανέµενε κανείς να τονιστεί και µια άλλη αλήθεια. Οτι, δηλαδή, η εκτελεστική εξουσία έχει καθυποτάξει τη νο µοθετική εξουσία και αποπειράται κατά καιρούς (ευτυχώς ανεπιτυχώς) να καταστήσει θεραπαινίδα της και τη δικαστική εξουσία.

Εχει επίσης καθήκον ο σωστός αρθρογράφος, ενηµερώνοντας τους αναγνώστες του, να πει: ότι οι δικαστές και εισαγγελείς είναι ισόβιοι λειτουργοί του κράτους, ισότιµοι και ισόκυροι µε τους λειτουργούς των άλλων δύο λειτουργιών, εκτελεστικής και νοµοθετικής· ότι οι αποδοχές τους ρυθµίζονται απευθείας από το Σύνταγµα, το οποίο ορίζει πως είναι ανάλογες µε το λειτούργηµά τους· ότι το δικαστήριο που τις καθορίζει δεν συγκροτείται αµιγώς από δικαστές, αλλά το ίδιο το Σύνταγµα ορίζει πως είναι εννεαµελές, συγκροτούµενο από τρεις καθηγητές της Νοµικής Σχολής, τρεις δικηγόρους και τρεις Δικαστές· ότι οι δικαστικοί λειτουργοί υπέστησαν τις µεγαλύτερες περικοπές των αποδοχών τους από οποιονδήποτε άλλον εργαζόµενο στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, ότι είναι οι λιγότερο καλά αµειβόµενοι από τους συναδέλφους τους στην ευρωζώνη και όχι µόνο και από πολλούς άλλους µισθοδοτούµενους από το ελληνικό δηµόσιο· ότι οι δικαστές δεν «εφηύραν τρόπους για να επιτύχουν αύξηση των αποδοχών τους», αλλά ζήτησαν το αυτονόητο, δηλαδή να εφαρµοστεί και γι’ αυτούς το Σύνταγµα· ότι οι επιδικασθείσες από το πιο πάνω δικαστήριο αποδοχές αφορούν διαφορές των ετών 2002 έως 2007 και δεν ευθύνονται οι δικαστικοί λειτουργοί που η Πολιτεία µε τόση καθυστέρηση τις καταβάλλει και µάλιστα µειωµένες, τµηµατικά και άτοκα και έπειτα από δύο αναστολές· ότι οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν µόνο τον µισθό τους και ουδέν άλλο, αφού απαγορεύεται οποιαδήποτε άλλη επαγγελµατική ενασχόλησή τους και ότι το ποσό που τους χορηγείται ως αποζηµίωση για την ταχύτερη διεκπεραίωση των υποθέσεων αφορά την εκτός δηµοσιοϋπαλληλικού ωραρίου κατ’ οίκον εργασία τους, εργασία κατά τις εορτές και αργίες. Με ποια λογική, συνεπώς, δεν πρέπει να αµείβεται αυτή η εργασία; Και µε ποια σκέψη η διεκδίκηση του αυτονόητου αποτελεί άσκηση δηµοσιονοµικής πολιτικής;

Θα έπρεπε ο κ. καθηγητής πριν εξαπολύσει την (ελπίζουµε όχι µεθοδευµένη) επίθεση κατά της Δικαιοσύνης να είχε ενηµερωθεί για το άρθρο του Λευτέρη Παπαδόπουλου στα «ΝΕΑ» της 19-3-2011 µε το οποίο αντικειµενικά, εύγλωττα και παραστατικά δίνει απαντήσεις στις επικρίσεις του. Επίσης, θα έπρεπε να είχε ενηµερωθεί και για το ότι ο γράφων ουδέποτε έκανε λόγο για «λευκή απεργία», αλλά για καθυστέρηση στην απονοµή της δικαιοσύνης, ως αναγκαία συνέπεια αν οι δικαστικοί λειτουργοί παύσουν να εργάζονται κατά τις εορτές και αργίες.

Οσον αφορά την καθυστέρηση απονοµής της δικαιοσύνης στη χώρα µας, για την οποία ουδείς είναι υπερήφανος, αλλού θα έπρεπε να αναζητήσει τις αιτίες. Να αναφέρω µόνο ότι ουδείς δικαστικός λειτουργός στις ευρωπαϊκές χώρες επεξεργάζεται σε ετήσια βάση τόσες υποθέσεις όσες οι έλληνες δικαστικοί λειτουργοί, ότι 300 δικαστές του Πρωτοδικείου της Αθήνας εξέδωσαν κατά το παρελθόν έτος 360.000 πολιτικές και ποινικές αποφάσεις και ότι 40 ανακριτές χειρίσθηκαν και διεκπεραίωσαν 4.800

ανακριτικές δικογραφίες και εξέδωσαν 6.500 βουλεύµατα.

Τέλος, θεωρώ ότι η προτροπή του κ. καθηγητή όπως η νοµοθετική εξουσία επιδείξει ευρηµατικότητα και ακυρώσει µε νόµο δικαστικές αποφάσεις και µάλιστα συνταγµατικού δικαστηρίου (του άρθρου 99 του Σ.), δεν µπορεί να προέρχεται από τη γραφίδα πανεπιστηµιακού (και δη του Συνταγµατικού Δικαίου) δασκάλου.

Κύριε καθηγητά, στην Ελλάδα έχουµε (ακόµα) κράτος δικαίου.

ο Χαράλαµπος αθανασίου είναι αρεοπαγίτης και πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Οι δικαστές δεν «εφηύραν τρόπους για να επιτύχουν αύξηση των αποδοχών τους», αλλά ζήτησαν το αυτονόητο, δηλαδή να εφαρµοσθεί και γι’ αυτούς το Σύνταγµα