Προβληµατισµός διαπιστώνεται από στελέχη της κυβέρνησης για να καταπολεµηθεί η ανοµία και να επιβληθούν η τάξη και ο νόµος. Με λίγα λόγια, για να εσωτερικεύσουν οι πολίτες την έννοια του δικαίου, του νόµιµου και να µάθει επιτέλους ο Ελληνας να µην παρανοµεί. Τίποτα κακό θα µου πείτε, αφού έτσι πρέπει να λειτουργεί κάθε ευνοµούµενη και δίκαιη κοινωνία, κάθε οργανωµένο κράτος.

Ετσι το – υπό διαµόρφωση – κίνηµα «∆εν πληρώνω – δεν πληρώνω» για τα διόδια και τα µέσα µαζικής µεταφοράς έτυχε ποινικοποίησης για τη δραστηριότητά του – παρά την υπαναχώρηση της τελευταίας στιγµής και τον χαρακτηρισµό ως πταίσµατος της µη πληρωµής εισιτηρίου –, µε τη γνωστή τακτική της ετικέτας του κλέφτη σε όποιον αρνείται να πληρώσει.

Πολλά µπορεί κανείς να σχολιάσει: απότα ελάχιστα περιθώρια των ακτιβιστών, των µορφών διαµαρτυρίας και εν γένει τις αντιδράσεις των πολιτών απέναντι στον επίσηµο κοινωνικό έλεγχο έως την (α)συνέπεια του κράτους απέναντι στους πολίτες.

∆ιαπιστώνονται αντιφάσεις, αβεβαιότητες, αποπροσανατολισµός… Από τη µια συζητάµε για την «κοινωνία των πολιτών» και για τη συµβολή και τον ρόλο των µη κυβερνητικών οργανώσεων στην ανάδειξη και τη διαχείριση των κοινωνικών ζητηµάτων (προστασία του περιβάλλοντος, πράσινη ανάπτυξη, κοινωνικά προβλήµατα κ.ά.). Και από την άλλη ποινικοποιείται η ακτιβιστική έκφραση των ενεργών πολιτών…

Από τη µια προτρέπουµε τους πολίτες στην τακτοποίηση των ηµιυπαίθριων και από την άλλη αλληλοαναιρούνται οι ρυθµίσεις και οι εξαγγελίες. Η αξιοπιστία του κράτους ολοένα και µειώνεται…

Οι πολίτες βέβαια έχουν προ πολλού απολέσει την εµπιστοσύνη τους στους κοινωνικούς και τους πολιτικούς θεσµούς. Εχουν πάψει οι πολίτες να ελπίζουν ότι απέναντί τους έχουν µια αξιόπιστη Πολιτεία.

Γι’ αυτό ίσως και η Πολιτεία αρχίζει να χάνει την ψυχραιµία της. Επιβολή της ποινής, συµµόρφωση µε τον νόµο, αυστηρές ποινές σε κάθε είδους µικροπαραβάτες, σε κάθε πλαίσιο από την οικονοµία, την καθηµερινότητα και τη διαµαρτυρία. Επιτέλους, τάξη και κράτος – ταυτίζεται µε το «επιτέλους, νόµος και τιµωρία».

Εναλλακτικά – για κάποιους ίσως και συµπληρωµατικά – σε αυτή την απόπειρα επιβολής µιας νοµιµοφανούς εικόνας προτείνω πιο ποιοτικές,εκπαιδευτικές και αποτελεσµατικές δράσεις.

Αναφέροµαι στη «δικαιική εκπαίδευση» ή την «περί δικαίου εκπαίδευση», προσπαθώντας να αποδώσω στα ελληνικά τους όρους «law education» και «justice education», τους οποίους πλέον χρησιµοποιούµε στον σχεδιασµό και την εφαρµογή παρεµφερών προγραµµάτων σε παιδιά και νέους έωςείκοσι ετών µε συναδέλφους και ειδικούς από το Ηνωµένο Βασίλειο και τον Καναδά.

Πρόκειται για δράσειςπου στοχεύουν στη νοµ(οθετ)ική ενηµέρωση, τη γνώση του τρόπου λειτουργίας των συστηµάτων απονοµής δικαιοσύνης, την αποµυθοποίηση του ρόλου των παραγόντων της νοµικής διαδικασίας, την ευαισθητοποίησητου γενικού πληθυσµού και οµάδων πληθυσµού για τη σηµασία της τήρησης του νόµουστην καθηµερινή ζωή, καθώς και την ενθάρρυνση της συµµετοχής των παιδιών και των νέων σε παρεµφερή προγράµµατα.

Ουσιαστικά πρόκειται για τηνενδυνάµωση των εννοιών και των πρακτικών του δικαίου σε παιδιά, σε νέους και σε ειδικές πληθυσµιακές ή κοινωνικές κατηγορίες. Στόχος, να µάθουν τα δικαιώµατά τους ως πολίτες µιας ευνοµούµενης πολιτείας.

Σε αυτό το πλαίσιο,η συνείδηση του δικαίου διαµορφώνεται και αποτελεί αντικείµενο εκπαίδευσης και βιωµατικών δράσεων. Ενα νέο λεξιλόγιο διαµορφώνεται µε κύριες έννοιες την αµοιβαιότητα, την ανάληψηευθύνης, τον σεβασµό, τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις, τα όρια της αυθαιρεσίας… Οι θεσµοί αποκτούν αξιοπιστία µέσα από τη διαρκή αξιολόγηση της λειτουργίας τους. ∆εν επιβάλλουν την αξιοπιστία τους, αλλά την κερδίζουν.

Αντί λοιπόν να ψάχνουµε για επιβολή προστίµων και ποινών, αντί να βάλουµε τους µικροπαραβάτες στη φυλακή, ας µπούµε σε µια άλλη λογική για την ενδυνάµωση του αισθήµατος δικαίου και της δικαιοσύνης σε µια χώρα που παλεύει και ταλανίζεται να κρατήσει όρθιο ένα µίνιµουµ επίπεδο αξιών…

Αντί να ψάχνουµε για επιβολή προστίµων και ποινών, αντί να βάλουµε τους µικροπαραβάτες στη φυλακή, ας µπούµε σε µια άλλη λογική για την ενδυνάµωση του αισθήµατος δικαίου και της δικαιοσύνης

Η Βάσω Αρτινοπούλου είναι καθηγήτρια Εγκληµατολογίας, αντιπρύτανις του Παντείου Πανεπιστηµίου