Πριν από λίγο καιρό ισχυριζόµασταν ότι ο φόβος της εγκληµατικότητας και ο ηθικός πανικός καλλιεργούνται από τα µαζικά µέσα επικοινωνίας. Η διαπίστωση µάλιστα ότι συνήθως «φοβούνται περισσότερο αυτοί που στην πραγµατικότητα κινδυνεύουν λιγότερο» επιβεβαιωνόταν σταθερά από τις έρευνες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι ηλικιωµένοι εντάσσονταν σε αυτήν την κατηγορία.

Ωστόσο, η παρούσα συγκυρίαέρχεται να αντιστρέψει αυτή τη διαπίστωση. Τους τελευταίους µήνες τα µέσα επικοινωνίας, και συγκεκριµένα η τηλεόραση, δεν ασχολούνται ιδιαίτερα µε την εγκληµατικότητα, αφού το περιεχόµενο όλων των ενηµερωτικών και ειδησεογραφικών εκποµπών περιλαµβάνει σταθερά τη θεµατική των δηµόσιων οικονοµικών και αφιερώνεται εν γένει – και ίσως όχι αδικαιολόγητα – στις οικονοµικές αναλύσεις. Οι αναφορέςστην εγκληµατικότητα θεωρούνταιπλέον µάλλον τετριµµένες, κοινές και χωρίς ιδιαίτερο ειδησεογραφικό ενδιαφέρον. Αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει στηγενίκευση της σιωπής, στην αποδοχή της βίας και της εγκληµατικότητας ως µοιραίου καιαναπόφευκτου γεγονότος, στην απαξία τηςόποιας συζήτησης για κοινωνικάφαινόµενα, όπως είναιη εγκληµατικότητα.

Στον αντίποδα αυτήςτης πραγµατικότητας, διαπιστώνουµε ότι αυξάνεται καθηµερινά το βίωµα της θυµατοποίησης από την εγκληµατικότητα. Οι ληστείες ειςβάρος ηλικιωµένων, οι κλοπές και οιδιαρρήξεις αυξάνονται µε δραµατικούς ρυθµούς. Πίσω από τους αριθµούς, που έτσι κι αλλιώς έχουν µια ψυχρή και υπολογιστική λογική, κρύβονται ιδιωτικές ιστορίες, σωµατικά και ψυχικά τραύµατα, προσωπικές και οικογενειακές υποθέσεις που επιδρούν στην καθηµερινή ζωή των ίδιων των θυµάτων και των οικείων τους.

Σε σχετικές συζητήσεις, συχνά αποκαλύπτεται ότι κάθε οικογένεια – µε τη διευρυµένη έννοια του όρου – µετράει και από µια εµπειρία άµεσης ή έµµεσης θυµατοποίησης, διαφοροποιηµένης όχι ως προς το είδος, αλλά µόνο ως προς την ένταση. Οι επιπτώσεις της θυµατοποίησης στον ψυχισµό και στην κοινωνική λειτουργικότητα των θυµάτων έχουν τα ποιοτικά στοιχεία του µετατραυµατικού συνδρόµου (post trauma syndrome), που εκδηλώνεται µε ψυχοσωµατικές διαταραχές, φοβίες, προβλήµατα ύπνου, κατάθλιψη κ.ά. Σε συγκεκριµένες µάλιστα κοινωνικές και πληθυσµικές κατηγορίες όπως οι ηλικιωµένοι, οι επιπτώσεις του συνδρόµου είναι πολύσοβαρότερες και επιβαρύνουν τα ήδη υπάρχοντα προβλήµατα υγείας που συνοδεύουν την τρίτη ηλικία. Σε µια περίοδο γενικευµένης κρίσης και ανασφάλειας, όπου οι ποσοτικοί δείκτες και τα µεγέθη υπερτερούν και διαµορφώνουν µιαν άλλη εκτίµηση της πραγµατικότητας, οι άνθρωποι ως µονάδες και υποκείµενα υποβαθµίζονται. Οι άνεργοι προσµετρώνται στην ποσοστιαία καταγραφή της ανεργίας που φτάνει το 15%, τα θύµατα εγκληµατικότητας υπολογίζονται στην υπερεκατονταπλάσια αύξηση των ληστειών την τελευταία δεκαετία. Η αύξηση των ψυχικών διαταραχών και των αυτοκτονιών (περιλαµβανοµένων και των περιστατικών απόπειρας) διογκώνουν τους δείκτες της ψυχικής υγείας. Ωστόσο, το σύνθετο πλέγµα των ιστοριών της καθηµερινής ζωής, που σαφώς προκύπτει από τη δυσχερή οικονοµική και κοινωνική συγκυρία, δεν αναδεικνύεται. Οι στατιστικές που συχνά αναζητούµε για τις µελέτες µας, οι ποσοτικές έρευνες µε το αντιπροσωπευτικό δείγµα, οι παγιωµένες αντιλήψεις και οι επιστηµονικές διαπιστώσεις για τα κοινωνικά φαινόµενα χρήζουν αναπροσαρµογής, αφού βιώνουµε ταχείες και δυναµικές κοινωνικές µεταβολές σε in vivo περιβάλλον. Αξία αποκτούν οι µαρτυρίες, οι ιστορίες ζωής και οι ποιοτικές αναλύσεις. ∆ύο χρόνια πριν διαπιστώναµε την καλλιέργεια του φόβου του εγκλήµατος από τα µίντια, σήµερα διαπιστώνουµε ότι υπάρχει αντικειµενικά η θυµατοποίηση, ο φόβος είναι αιτιολογηµένος, παρών και πραγµατικός. ∆εν είναι εικονικός και πλασµατικός.

Το αυτονόητο τελικά δεν είναι περιττό. Κι η σιωπή, ως αναπόσπαστο στοιχείο του φόβου, είναι παρούσα, υποδηλώνοντας τη γενικευµένη ανασφάλεια για το αύριο, την εσωστρέφεια και εν τέλει τη διάβρωση του κοινωνικού ιστού.

Οι αναφΟρές

στην εγκληµατικότητα θεωρούνται πλέον µάλλον τετριµµένες, χωρίς ιδιαίτερο ειδησεογραφικό ενδιαφέρον. Αυτός ακριβώς είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει: η γενίκευση της σιωπής, η αποδοχή της βίας και της εγκληµατικότητας ως µοιραίου και αναπόφευκτου γεγονότος

Η Βάσω Αρτινοπούλου είναι αντιπρύτανης του Παντείου Πανεπιστηµίου.