Πρόσωπο αρυτίδιαστο, διαμαντάκια στα αυτιά και κράνος μηχανής πλάι στο δερμάτινο μπουφάν. Ο Νίκος Σιδερής είναι 30 ετών. Ενας νέος σε ένα ξεχασμένο επάγγελμα. Με ντελικάτες κινήσεις επισκευάζει μηχανές μινιατούρες- κάποιες δεν ξεπερνούν το 1,5 χιλιοστό.

«Oταν φτιάχνεις ένα ρολόι τοίχου έχεις τον τζόγο σου, την άνεσή σου. Σε ένα πλακέ όμως όλα είναι στον αέρα. Μια τρίχα, λίγη σκόνη, μπορεί να σε εκθέσει», λέει. Το μαγαζί του βρίσκεται στην οδό Βουλής, στο κέντρο της Αθήνας, από το 1928. «Γεννήθηκε» από τον παππού του, ωρίμασε από τον πατέρα του και τώρα πέρασε στη δική του φροντίδα. Σε καιρό κρίσης οικογενειακές επιχειρήσεις όπως του κ. Σιδερή μπορεί να αποτελέσουν μαξιλάρι ασφαλείας για τους νέους που μπαίνουν στην αγορά εργασίας- ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας: το δεύτερο τρίμηνο του 2010 το υψηλότερο ποσοστό ανέργων (22,8%) παρατηρείται σε ανθρώπους έως 29 ετών. Επιχειρήσεις που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά δεν έχουν το ρίσκο της επένδυσης και απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα της έτοιμης πελατείας. Εχουν όμως άλλες απαιτήσεις: την πίεση για επιτυχία, την επιμονή της τεχνικής δουλειάς. Και δύο μεγάλους αντιπάλους: τον χρόνο και τις τάσεις. Η πελατεία τους γερνάει, η ζήτηση μειώνεται, η επιχειρηματικότητα γύρω τους επιμένει αλλιώς.

Σπουδές και αποκατάσταση

Αφού τελείωσε το σχολείο, o κ. Σιδερής φοίτησε σε ένα ΙΕΚ ωρολογοποιίας και έπειτα ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση. Είχε πρόταση από ελβετική εταιρεία για να φύγει στο εξωτερικό. Με συμβόλαιο που θα του απέφερε πάνω από 8.000 ευρώ τον μήνα. Επέλεξε όμως να μείνει στα 25 τ.μ. πλάι στη Στοά Εμπόρων. «Δεν μπορούσα να αφήσω πίσω τους δικούς μου. Να γυρίσω την πλάτη στον πατέρα μου που πάλεψε γι΄ αυτό το μαγαζί», λέει.

Η ιστορία του κ. Σιδερή δεν βρίσκει πολλούς μιμητές στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Σύμφωνα με το πόρισμα της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής, στην περιοχή ανθεί η επιχειρηματικότητα της διασκέδασης. Από τις 1.300 βιοτεχνίες που υπήρχαν εκεί μέχρι τις αρχές του 1990 έχουν παραμείνει σήμερα οι 300. Το διάστημα 1991-2001 οι απασχολούμενοι στη βιοτεχνία μειώνονται από 55.000 σε 37.000. Αντίθετα οι εργαζόμενοι σε μπαρ και εστιατόρια αυξάνονται από 27.000 σε 47.000.

«Λες και το όνειρο των μισών είναι να γίνουν σερβιτόροι των άλλων μισών», σχολιάζει ο Νίκος Πικόπουλος, βετεράνος τεχνίτης που επισκευάζει αναλογικές και ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές στην οδό Λέκκα. Ο κ. Πικόπουλος μετράει μέρες στην επιχείρησή του. Σύντομα το εργαστήριό του θα περάσει στον γιο, τον 29χρονο Φίλιππο. «Μ΄ αρέσει σαν δουλειά. Να έρχεται κάτι σε μένα νεκρό και να το ανασταίνω», λέει.

Ο Φίλιππος Πικόπουλος σπούδασε οικονομικά στην Αγγλία. Εγινε δεκτός και για μεταπτυχιακό στο LSΕ, αλλά αποφάσισε να μην παρακολουθήσει το πρόγραμμα. Επέστρεψε στην Αθήνα και μαθήτευσε πλάι στον πατέρα του, λύνοντας και δένοντας κάμερες. Εκλεισε τρία χρόνια ενασχόλησης με την οικογενειακή επιχείρηση. Ωσπου αποφάσισε να φύγει στην Τζια. Εκεί εργάστηκε ως μεσίτης για έναν χρόνο. Η σύμβασή του έληξε πριν από μερικές εβδομάδες και τώρα ο Φίλιππος αναλαμβάνει ξανά τους τόρνους και τη λεπτοδουλειά. Σε λίγο καιρό το μαγαζί θα φέρει το όνομά του. «Τελευταία φαίνεται πως η κρίση αλλάζει το κλίμα σε εμάς. Λιγότερος κόσμος επιλέγει να ανανεώσει τον εξοπλισμό του. Προτιμούν να επισκευάσουν μια μηχανή παρά να αγοράσουν καινούργια», τονίζει. Τον τελευταίο μήνα οι μηχανές που τους έφεραν για επισκευή ξεπερνούσαν τις 50.

Η παράδοση

Η κρίση όμως σπανίως ευνοεί τους νέους επιχειρηματίες. Ενας από τους τελευταίους τζαμάδες του Ψυρή, ο 72χρονος Κώστας Παντής, το διαπιστώνει καθημερινά. Εχει μεταβιβάσει το μαγαζί στους δύο του γιους, ηλικίας 27 και 28 ετών. Ανησυχεί για το μέλλον τους. «Εμείς ζήσαμε καλές εποχές, με μπεσαλή κόσμο. Τώρα έχουν σκαρτέψει», λέει σχολιάζοντας τις ακάλυπτες επιταγές που λαμβάνει συχνά. Σε όλη την Ελλάδα οι ακάλυπτες επιταγές έφτασαν τις 143.044 από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2010, σύμφωνα με την Τειρεσίας Α.Ε. και το 91% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε έρευνα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών αντιμετωπίζουν προβλήματα στην αποπληρωμή οφειλών πελατών προς αυτές.

Αλλά η κρίση είναι μόνο μία από τις παραμέτρους που προβληματίζουν τον κ. Παντή. «Τα παιδιά σήμερα δεν πονάνε τη δουλειά το ίδιο. Τη βρίσκουν έτοιμη. Δεν έχουν ξενυχτήσει για να στήσουν την επιχείρηση, να τη φτιάξουν από το τίποτα. Το έτοιμο είναι τελείως διαφορετικό», συμπληρώνει.

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ

Επιχειρήσεις που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά δεν έχουν το ρίσκο της επένδυσης και απολαμβάνουν πλεονεκτήματα

«Θα βάλω τη σφραγίδα μου»

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΒΟΥΛΗΣ ο κ. Σιδερής δεν αρκείται στο έτοιμο. Θέλει να βάλει τη δική του σφραγίδα. «Οταν παίρνεις μια στρωμένη δουλειά, πρώτο μέλημα είναι να τη διατηρήσεις. Επιτυχία θα είναι να φτάσεις τον πατέρα σου και να γίνεις καλύτερος», λέει. Συντηρεί τα παλιά ρολόγια του Αβέρωφ και του Μεταξά. Ενώ έχει πελάτες τα εγγόνια παλαιότερων πελατών του παππού του. Πολλοί εκπλήσσονται όταν τον βλέπουν πίσω από τον πάγκο. «Είσαι τόσο νέος», του λένε. «Δεν το περίμενα».

Αν δεν του μιλήσεις, δεν περιμένεις να είναι τόσο δεμένος με τις αντίκες γύρω του. «Τα βλέπεις, αυτά τα ρολόγια έχουν φιλότιμο. Δουλεύουν ακόμα», λέει. «Καθένα κρύβει μια ιστορία για τον κάτοχό του. Οταν τα επισκευάζω και ακούν τους δείκτες μου, λένε ότι τους θύμισα τον ήχο που είχαν στο μυαλό και στην καρδιά τους».

Οι αναμνήσεις περισσεύ ουν και στο εργαστήρι του κ. Πικόπουλου. Ο παππούς του, ο Δημήτρης, επισκεύαζε γραμμόφωνα. Ωσπου πέρασε στις φωτογραφικές μηχανές. Το 1953 δημιούργησε την πρώτη- και μοναδική- ελληνική φωτογραφική μηχανή. Την ΡΙCCΑ. Εφτιαξε κοντά στα 500 κομμάτια. Τα πρώτα ήταν μπρούντζινα. Λόγω της απαγόρευσης των εισαγωγών μετά την Κατοχή δεν μπορούσε να βρει εύκολα υλικά. Οταν τα κατάφερε, αντικατέστησε τον μπρούντζο με αλουμίνιο. Είχε ζητήσει από μια τράπεζα δάνειο 100.000 δραχμών για να συνεχίσει την παραγωγή, αλλά το αίτημά του δεν ικανοποιήθηκε. Η τράπεζα προτίμησε να δώσει δάνειο 350.000 δρχ. σε μια ομάδα επιχειρηματιών που άνοιξαν μπουζουξίδικα. «Αν ήταν να ψάξω δουλειά πάνω στο πτυχίο μου, δεν θα έμενα Ελλάδα. Ομως το μαγαζί είναι ακόμα βιώσιμο», λέει ο Φίλιππος Πικόπουλος. Ο πατέρας του συμφωνεί. «Είναι χαμένος χρόνος να σπαταλάς τη ζωή σου σε διάφορες δουλειές. Σημασία έχει να επικεντρωθείς σε ένα επάγγελμα. Να ακολουθήσεις μια οδό, με μεράκι και ορμή», λέει. Ο κ. Σιδερής ήθελε να γίνει σχεδιαστής. Επιανε το χέρι του, αλλά ήταν μέτριος μαθητής. Τώρα δεν θέλει να παρεκκλίνει από τον δρόμο της ωρολογοποιίας. Ελπίζει όταν αποκτήσει παιδιά να ασχοληθούν και αυτά μια μέρα με το επάγγελμα. «Τα ρολόγια με κέρδισαν», προσθέτει. «Θέλει τρομερή υπομονή ο πάγκος. Την καλλιεργείς σιγά σιγά. Τώρα χάνομαι εκεί. Μπορεί να περάσω ώρες. Αλλά πρέπει να είμαι προσεκτικός και ήρεμος. Στο δικό μου επάγγελμα δεν έχει μετριότητα».

ΤΑ ΝΕΑ on line

Δείτε το βίντεο από το ρεπορ

τάζ των «ΝΕΩΝ» στο

www.tanea.gr