Πολλές φορές στο διάστηµα της µακροχρόνιας αρχιτεκτονικής διαδροµής µας, διαπιστώνουµε ότι η διαδικασία των διαδοχικών φάσεων της αρχιτεκτονικής µελέτης, από την πρώτη επαφή µας µε το αντικείµενο και τη διατύπωση του προγράµµατος έως την εφαρµογή της, οδηγεί σε σκέψεις οι οποίες προβάλλονται σε άλλες περιοχές της τέχνης και της ζωής πέρα από τα επεξηγηµατικά κείµενα και τα σχέδια κατασκευής του έργου.

Αυτή η διαδικασία η οποία ακολουθείται σε κάθε οικοδόµηµα, µικρής η µεγάλης κλίµακας, το οποίο αναφέρεται στα δεδοµένα του φυσικού ή του κτισµένου περιβάλλοντος και στην οργάνωση του χώρου και του χρόνου των κατοίκων, παραπέµπει στην αυτονόητη προϋπόθεση ότι κάθε παρέµβαση συµπληρώνει, βελτιώνει ή και αλλοιώνει επικίνδυνα µια υπάρχουσα κατάσταση.

Είναι δεδοµένο ότι κάθε αρχιτεκτονικό εγχείρηµα εγκαθιστά νέες σχέσεις στο υπάρχον περιβάλλον και έρχεται να διαταράξει τις συνήθειες, τη ροή και τα στερεότυπα της καθηµερινής ζωής των κατοίκων στο άµεσο και στο ευρύτερο περιβάλλον του έργου.

Ο όρος αρχιτεκτονική έχει καθιερωθεί να χρησιµοποιείται µεταφορικά στη λογοτεχνία, τη µουσική, την ποίηση, αλλά και σε δραστηριότητες οι οποίες ξεπερνούν την καθαρή επικράτεια της τέχνης, όπως για παράδειγµα την πολιτική.

Η αρχιτεκτονική και ο σχεδιασµός της µελλοντικής κατευθυντήριας πολιτικής γραµµής αναφέρεται συχνά στους λόγους των υποψήφιων διαχειριστών της εξουσίας.

Αυτή η διαπίστωση οδηγεί σε σκέψεις ως προς τη συσχέτιση του παρελθόντος µε το παρόν και µε τις προσδοκίες του µέλλοντος, και στην καίρια σχέση παράδοσης – νεωτερικότητας, σηµαντικό αντικείµενο της αρχιτεκτονικής θεωρίας και πράξης.

Πρόκειται για την αναγνώριση της ανάγκης για προσαρµογές οι οποίες δεν διαιωνίζουν αµετακίνητα στερεότυπα αλλά προχωρούν µε θάρρος σε γόνιµες ανατροπές της καθιερωµένης τάξης των πραγµάτων.

Το κτιριολογικό πρόγραµµα, στο οποίο διατυπώνονται οι απαιτήσεις σε χώρους και επιφάνειες µε αριθµητικά δεδοµένα, οφείλουµε να το προσαρµόσουµε, να το εντάξουµε στο περιβάλλον και στις ειδικές ανάγκες των κατοίκων, να το αναδιοργανώσουµε ανεξάρτητα από την κλίµακα των έργων και να το προβάλουµε στις θεσµικές και οικονοµικές δεσµεύσεις, µε οδηγό – από τα πρώτα σκαριφήµατα – τις κατευθυντήριες συνθετικές αρχές.

Η σύνθεση στην αρχιτεκτονική δεν αναφέρεται απλώς σε µία τεχνοκρατική αριθµητική διαδοχή χώρων, σε µία διαγραµµατική αλληλουχία, αλλά σε οργανικά διαµορφωµένους τόπους ζωής, σε ένα «ποιητικό» έργο πολιτισµού.

Αυτή η ανοιχτή σε διαφορετικές κατευθύνσεις αναγνώριση των χαρακτηριστικών της συνθετικής διαδικασίας οδηγεί στην ποιητική αντιµετώπιση της καθηµερινότητας και στην επιτακτική ανάγκη αναγνώρισης των προτεραιοτήτων µέσα από ένα πλήθος δεδοµένων και επιθυµιών.

Η παλινδροµική κίνηση από το σύνολο στη λεπτοµέρεια, µε προτάσεις συµβατές, τόσο στους συνθετικούς κατευθυντήριους άξονες όσο και στην ελευθερία της οργάνωσης ενοτήτων χώρων και δραστηριοτήτων, αλλά και οι σηµειακές παραβάσεις οι οποίες τονίζουν τον κανόνα, είναι το ζητούµενο κάθε δηµιουργικής ή καλύτερα ποιητικής κατοίκησης. Αυτές οι σκέψεις παραπέµπουν στη συνθετική διαδικασία κάθε αρχιτεκτονικής, η οποία έχει στόχο να εξυπηρετήσει ταυτόχρονα υλικές και πνευµατικές ανάγκες, αναζητώντας τη συµβολή κάθε µικρού ή µεγάλου έργου στο πολιτισµικό γίγνεσθαι του τόπου όπου αυτό ανήκει.

Εγχείρηµα δύσκολο ο συγκερασµός ύλης και πνεύµατος, ιδιαίτερα στην εποχή της οικονοµικής κρίσης που διανύουµε, µε τον καταιγισµό των απειλητικών προβλέψεων για επικείµενη πτώχευση σε όλες τις περιοχές της σκέψης και της πράξης.

Η πρόκληση να ξεπεράσουµε τις καθαρά υλικές ανάγκες µας οδηγεί να αναζητήσουµε στην αρχιτεκτονική των λόγων και των έργων, τις αξίες εκείνες που πηγάζουν από το ζεύγος: Πλούτος – Πενία, γεννήτορες, σύµφωνα µε τη µυθολογία, του Ερωτα.

Πρόκειται για τη δηµιουργική σπίθα που παραπέµπει στη σύζευξη του λογισµού µε το όνειρο µέσα από το κοινό και το κύριο, όπως µε λίγες λέξεις εύστοχες το διατύπωσε ο Διονύσιος Σολωµός.

ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ

Ο όρος αρχιτεκτονική χρησιµοποιείται µεταφορικά στη λογοτεχνία, τη µουσική, την ποίηση αλλά και στην πολιτική