Μετεξεταστέα μένει η Ελλάδα στην απήχηση και την επιρροή που έχει το ερευνητικό της έργο στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Μόνο σε δύο από τα 20 ερευνητικά πεδία που εξετάστηκαν την περίοδο 1999-2009 έχουμε επιδόσεις πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Ωστόσο, υπάρχουν και μερικές εξαιρέσεις- τμήματα Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων που διαπρέπουν στην έρευνα σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η χημεία, η επιστήμη τεχνολογίας υλικών, η φυσική και η οικολογία. Εντύπωση πάντως προκαλεί ότι αυτά τα τμήματα εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στην ελληνική περιφέρεια και όχι στις «πολυδιαφημισμένες» σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Από τα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεση των «ΝΕΩΝ» προκύπτει ότι οι ερευνητικές εργασίες που έχουν σχετικά μεγάλη επιστημονική επιρροή, και ως εκ τούτου αναφέρονται στις βιβλιογραφίες σε συχνότητα μεγαλύτερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο, αφορούν τους τομείς της φυσικής και των γεωπονικών- αγροτικών επιστημών. Σύμφωνα με την εταιρεία παροχής πληροφοριών Τhomson Reuters, σε όλα τα υπόλοιπα ερευνητικά πεδία, από την ψυχιατρική και την ψυχολογία έως τα οικονομικά, τη μοριακή βιολογία, τα μαθηματικά και τις διαστημικές επιστήμες, είμαστε σε γενικές γραμμές κάτω από τη… βάση του παγκόσμιου μέσου όρου.

Το Πανεπιστήμιο Πατρών

«Επιδόσεις» κατά πολύ πάνω από τον μέσο όρο στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον πλανήτη εμφανίζουν οι ερευνητικές εργασίες του Πανεπιστημίου Πατρών στον τομέα της χημείας: οι 1.279 έρευνες που πραγματοποιήθηκαν κατά την τελευταία 11ετία έτυχαν 17.253 βιβλιογραφικών αναφορών, που σημαίνει ότι κάθε μία μνημονεύτηκε στη διεθνή βιβλιογραφία κατά μέσο όρο 13,49 φορές. Οι επιδόσεις της χώρας μας στο συγκεκριμένο πεδίο ανέρχονται στις 10,34 βιβλιογραφικές αναφορές ανά έρευνα, ενώ παγκοσμίως στις 10,61. Αυτό σημαίνει ότι οι εργασίες χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών χρησιμοποιούνται από ερευνητές 30% περισσότερο από το σύνηθες για την Ελλάδα και τον υπόλοιπο πλανήτη. Οπότε δεν μπορεί, εκεί κάτι πρέπει να γίνεται διαφορετικά…

«Τα νέα τμήματα των ελληνικών πανεπιστημίων, όπως το Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών, λειτουργούν με μεγαλύτερες δόσεις… ερευνητικής νοοτροπίας απ΄ ό,τι στα παραδοσιακά πανεπιστήμια που είχαν ένα συγκεκριμένο σύστημα ανάπτυξης. Ο προσανατολισμός μας σε έρευνα αιχμής, δηλαδή στα νέα υλικά, τη βιοχημεία, τα ενεργειακά θέματα και πολλά ακόμη, προκαλούν το ερευνητικό ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα να υπάρχουν για τις εργασίες μας περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές. Το κλειδί για να προσαρμόζεις την έρευνά σου με βάση τα θέματα αιχμής σε παγκόσμιο επίπεδο είναι να συμμετέχεις σε συνέδρια και διεθνή ερευνητικά προγράμματα και να παρακολουθείς από κοντά τις εξελίξεις. Ετσι, σε λίγες περιπτώσεις μπορεί να καταφέρεις ακόμα και να τις διαμορφώσεις», επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών και καθηγητής Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών Ιωάννης Καλλίτσης.

Οι γεωπονικές επιστήμες υπερτερούν


«ΠΑΡΑ ΤΗΝ υποχρηματοδότηση, τον χαμηλό βαθμό οργάνωσης και εθνικού σχεδιασμού, τα προβλήματα υποδομών και την πρόσφατη κοινωνικοοικονομική κρίση, υπάρχουν τομείς- όπως οι γεωπονικές επιστήμεςπου υπερτερούν ή βρίσκονται κοντά στον παγκόσμιο μέσο όρο. Είναι αξιοσημείωτο ότι το Πανεπιστήμιο Κρήτης υπερτερεί του ελληνικού μέσου όρου στα τρία από τα τέσσερα θετικά πεδία, με πιο χαρακτηριστικό τις βασικές επιστήμες της ζωής. Κάτι αντίστοιχο έδειξε και η λεπτομερής μελέτη της ερευνητικής απόδοσης των ΑΕΙ που δόθηκε επίσημα στην υπουργό Παιδείας Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, στην 64η Σύνοδο των Πρυτάνεων από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Η επιτυχία του Πανεπιστημίου Κρήτης αντανακλά το εξαιρετικό μοντέλο συνεργασίας σε επίπεδο Περιφέρειας Κρήτης των ΑΕΙ (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Πολυτεχνείο Χανίων και ΤΕΙ Ηρακλείου Κρήτης) συμπεριλαμβανομένου και του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας», δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης Ιωάννης Παλλήκαρης.

Επίσης σε πολύ καλά επίπεδα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τhomson Reuters, βρίσκονται οι τομείς κλινικής ιατρικής και μηχανικών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, καθώς και περιβαλλοντικών θεμάτων και οικολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Σύμφωνα με τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ανδρέα Τρούμπη, το υψηλότατο επίπεδο των μελών Διοικητικού Επιστημονικού Προσωπικού σε συνδυασμό με την εξωστρέφεια και τη διεθνοποίηση, υπό την έννοια των συνεχών συνεργασιών με διεθνή πανεπιστήμια, εξασφαλίζουν τις καλές ερευνητικές επιδόσεις ενός τμήματος. «Απαραίτητη είναι και η ύπαρξη μεταπτυχιακών σπουδών απ΄ όπου αντλούνται νέοι ερευνητές, ενώ εκπαιδεύονται ταυτόχρονα. Το κυριότερο όμως είναι ο χώρος όπου εργάζονται οι ερευνητές να διέπεται από ένα πνεύμα διαρκούς καινοτομίας. Και αυτή είναι η αλήθεια: έτσι είμαστε τα τελευταία 25 χρόνια», λέει ο κ. Τρούμπης.

Πρωταθλήτρια η κλινική ιατρική


Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ παραγωγή έρευνας στην Ελλάδα παρατηρείται στον τομέα της κλινικής ιατρικής: κατά τη διάρκεια της τελευταίας 11ετίας δημοσιεύθηκαν περίπου 21.500 εργασίες που αναφέρθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία σχεδόν 199.000 φορές. Παρά τα μεγάλα νούμερα, η επίδραση των ελληνικών ερευνητικών εργασιών κλινικής ιατρικής στην επιστημονική κοινότητα σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο εμφανίζεται κατά 27% μειωμένη, που σημαίνει ότι μπορεί να παράγουμε πολλές εργασίες, όμως αυτές δεν χρησιμοποιούνται πολύ- τουλάχιστον όχι όσο άλλες έρευνες από δυτικές χώρες. Ο δεύτερος πιο παραγωγικός ερευνητικός τομέας στην Ελλάδα είναι η μηχανική- μηχανολογία με περισσότερες από 8.500 εργασίες που έτυχαν 35.600 βιβλιογραφικών αναφορών και αμέσως μετά ακολουθεί η χημεία με σχεδόν 7.300 εργασίες και 75.600 αναφορές. Και στα δύο τελευταία πεδία ερευνών είμαστε κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο κατά 6% και 3% αντίστοιχα.

Οπως φαίνεται πάντως από τα στοιχεία της Τhomson Reuters, οι πλέον αδύναμοι τομείς στην ελληνική έρευνα είναι η ψυχιατρική – ψυχολογία και οι νευροεπιστήμες, όπου ο αριθμός βιβλιογραφικών αναφορών ανά εργασία είναι 46% κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Ελαφρώς καλύτερα είναι τα πράγματα για τις έρευνες στα οικονομικά, με τον σχετικό δείκτη στο 43% χαμηλότερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Η απήχηση

Οι δείκτες σχετικής επιρροής των ερευνητικών εργασιών για την περίοδο 1999-2009 αφορούν τις εργασίες που έχουν έστω και μία βιβλιογραφική αναφορά και χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της απήχησης του ερευνητικού έργου μιας χώρας. Αν και αποτελούν ένδειξη ποσοτικής και όχι ποιοτικής αξιολόγησης, μπορεί κανείς να καταλάβει σε γενικές γραμμές πόσο η παραγόμενη έρευνα επηρεάζει ή όχι τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Σε ερώτημα των «ΝΕΩΝ» αν χρησιμοποιούνται ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν οι δείκτες επιστημονικής επιρροής του παραγόμενου ερευνητικού έργου στην αξιολόγηση των πανεπιστημίων, ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση Σπύρος Αμούργης απάντησε το εξής: «Αναμφισβήτητα όταν πρόκειται για δείκτες από αξιόπιστους φορείς λαμβάνονται και αυτοί υπόψη στην αξιολόγηση. Η Αρχή εξετάζει το σύνολο της απόδοσης των πανεπιστημίων και κυρίως αξιολογείται το διδακτικό έργο και η δυναμική κατάσταση από πλευράς απόδοσης της έρευνας. Ομως δεν θέλουμε να μπούμε στη λογική των αριθμών και επ΄ ουδενί δεν πρόκειται να προχωρήσουμε σε κατατάξεις των ιδρυμάτων. Οι εκθέσεις των εξωτερικών αξιολογήσεων είναι διαγνωστικές της λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων». Από τον Ιούνιο του 2008 έως και τον Ιούνιο του 2010 έχουν ολοκληρωθεί εκθέσεις εσωτερικής αξιολόγησης 125 τμημάτων σε 13 πανεπιστήμια από τα 287 τμήματα σε 22 πανεπιστήμια συνολικά. Επιπλέον έχουν πραγματοποιηθεί 25 εξωτερικές αξιολογήσεις (σε 12 τμήματα 8 πανεπιστημίων και σε 13 τμήματα 7 ΤΕΙ) από επιτροπές εμπειρογνωμόνων.

Οι βιβλιογραφικές αναφορές

Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 27η υψηλότερη θέση όσον αφορά τη συνολική παραγωγή ερευνητικών εργασιών σε όλα τα επιστημονικά πεδία και την 28η θέση στον αριθμό βιβλιογραφικών αναφορών των εργασιών. Σε αυτούς τους δύο τομείς σαφώς βρίσκεται σε καλύτερη θέση από την Πορτογαλία, η οποία καταλαμβάνει την 34η και 32η θέση αντίστοιχα. Ομως αν εξετάσει κανείς την επιρροή των εργασιών αυτών στη διεθνή κοινότητα, δηλαδή υπολογίσει πόσες βιβλιογραφικές αναφορές είχε κατά μέσο όρο κάθε εργασία, τότε η Πορτογαλία έχει καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα: βρίσκεται στην 22η θέση παγκοσμίως, ενώ εμείς στην 23η.

Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα αν επιχειρήσουμε μια σύγκριση με την ανεπτυγμένη «εκπαιδευτικά» Δύση: για παράδειγμα στην Δανία, με τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας, πραγματοποιήθηκαν από το 1999 έως και το 2009 περίπου 24.700 εργασίες κλινικής ιατρικής που είχαν έστω και μία βιβλιογραφική αναφορά (δηλαδή 3.200 περισσότερες από τη χώρα μας), οι οποίες όμως κατά μέσο όρο αναφέρθηκαν στη διεθνή βιβλιογραφία περίπου 460.000 φορές (δηλαδή, 260.000 φορές πάνω από τη χώρα μας).

Αντίστοιχες διαφορές συναντά κανείς και στους τομείς μηχανικής και χημείας, που είναι από τους πλέον παραγωγικούς στη χώρα μας, και σε όλα σχεδόν τα ερευνητικά πεδία. Ετσι, αν και η Δανία καταλαμβάνει την 24η θέση όσον αφορά τη συνολική παραγωγή εργασιών, και τη 17η στις βιβλιογραφικές αναφορές, απογειώνεται στην 3η θέση του δείκτη σχετικής επιρροής των ερευνών της. Σε χειρότερη θέση από τη χώρα του Αμλετ όσον αφορά τον δείκτη επιρροής βρίσκονται η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ τα πρωτεία κατέχει η Ελβετία με τις ΗΠΑ να ακολουθούν στη 2η θέση.

[ ΓΝΩΜΗ ] Αξιολόγηση με μόνιμο χαρακτήρα

Του Ηλία Μόσιαλου


Σε παγκόσμιο επίπεδο η κατάταξη των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μέσα από διαδικασίες αξιολόγησης, αποτελεί πλέον μια διαδικασία αυτονόητη και ενταγμένη στον γενετικό κώδικα των πανεπιστημίων. Αυτή η κατάταξη αλλάζει τους τρόπους λειτουργίας των ΑΕΙ σε βασικούς τομείς, όπως είναι ο σχεδιασμός, η στελέχωση και οργάνωση, η διασφάλιση ποιότητας, η κατανομή πόρων, η εξεύρεση κεφαλαίων, η επιλογή και οικονομική ενίσχυση των φοιτητών. Βεβαίως είναι καίριας σημασίας αυτή η αξιολόγηση να έχει έναν ολιστικό χαρακτήρα, ο οποίος θα στηρίζεται σε αντικειμενικά ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια.

Στην Ελλάδα σήμερα η διαδικασία αξιολόγησης των ΑΕΙ πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια από την ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΑΔΙΠ). Οπως όμως γίνεται, δεν είναι πάντοτε δεδομένη η συμμόρφωση των διοικήσεων των ΑΕΙ με τις διαπιστώσεις και κρίσεις των επιτροπών εξωτερικής αξιολόγησής τους. Από την άλλη ούτε στο υπουργείο Παιδείας υπάρχουν πάντα οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα μπορούσαν να κάνουν χρήση των συμπερασμάτων της αξιολόγησης για την υπό διαμόρφωση πολιτική αναδιάρθρωσης του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Η ίδια η ΑΔΙΠ δεν έχει σταθεροποιηθεί και εδραιωθεί ως όργανο ανάπτυξης πολιτικής για τα ΑΕΙ.

Νομίζω πως πρέπει πλέον η αξιολόγηση να αποκτήσει έναν σταθερό, μόνιμο και αντικειμενικό χαρακτήρα, που θα της επιτρέπει να λειτουργεί ως καθοριστικός παράγοντας για τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ. Οφείλουμε πλέον να υπερβούμε εκείνες τις διαδικασίες χρηματοδότησης, που στηρίζονταν σε λογικές παλαιότερων κεκτημένων και σε πολιτικά κριτήρια, και να περάσουμε σε μια διαδικασία αξιολόγησης η οποία θα εξετάζει με αντικειμενικό τρόπο τις εισροές και εκροές του κάθε πανεπιστημιακού ιδρύματος. Η χρηματοδότηση στο μέλλον των πανεπιστημίων πρέπει να εξαρτάται από τα αποτελέσματα της αξιολόγησής τους και να γίνεται είτε από την ΑΔΙΠ είτε από άλλο ανεξάρτητο οργανισμό ή επιτροπή. Ταυτόχρονα στον κρατικό προϋπολογισμό θα πρέπει να δημιουργηθεί και ένας ειδικός πόρος, ο οποίος θα επιβραβεύει με ειδική χρηματοδότηση τα καλύτερα ΑΕΙ.

Ο Ηλίας Μόσιαλος είναι βουλευτής Επικρατείας ΠΑΣΟΚ, πρόεδρος ΙΣΤΑΜΕ «Ανδρέας Παπανδρέου».