Με όλες τις ψυχοφθόρες συνθήκες με τις οποίες ασκείται η αρχιτεκτονική στον τόπο μας, πολλοί αρχιτέκτονες επιμένουν να στηρίζουν στη θεωρία και στην πράξη την άμεση σχέση του κτισμένου περιβάλλοντος με την ποιητική διάσταση του «κατοικείν».

Η αθρόα συμμετοχή αρχιτεκτόνων και σπουδαστών σε σχετικού περιεχομένου εκδηλώσεις και το ενδιαφέρον τους για ενημέρωση, αποδεικνύει τη συνειδητοποίηση της προσωπικής ευθύνης που απαιτείται για κάθε μικρής ή μεγάλης κλίμακας αρχιτεκτονική παρέμβαση.

Εκθέσεις, διαλέξεις, δημοσιεύσεις πυκνώνουν ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, παρά την κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης, η οποία επηρεάζει άμεσα την οικοδομική δραστηριότητα στα δημόσια και στα ιδιωτικά έργα.

Το ΕΙΑ (Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής), το Μουσείο Μπενάκη, το περιοδικό «Δομές», το Μέγαρο Μουσικής, οι τοπικοί Σύλλογοι Αρχιτεκτόνων, το ΚΑΜ (Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου), οι αρχιτεκτονικές σχολές και άλλοι φορείς εκτός Ελλάδας οργανώνουν συστηματικά εκδηλώσεις σχετικές με το κτισμένο και φυσικό περιβάλλον.

Η περιβαλλοντική πολιτική, τα προγράμματα, οι διαδικασίες, οι κατασκευαστικές δυνατότητες και τα extra large κτίρια που παρουσιάζουν οι αρχιτέκτονες- μελετητές με την υποστήριξη και την προβολή τους από τους κρατικούς εκπροσώπους των χωρών του εξωτερικού απέχουν πολύ από την ελληνική πραγματικότητα.

Στην Ελλάδα η αρχιτεκτονική στον δημόσιο τομέα υστερεί σε μεγάλο βαθμό, καθώς δεν δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια ουσιαστική στήριξή της από την Πολιτεία.

Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί έχουν σχεδόν εκλείψει, ενώ κάποτε αποτελούσαν μόνιμο αίτημα του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων και μοναδική ευκαιρία συμμετοχής νέων αρχιτεκτόνων στον σχεδιασμό έργων μεγάλης κλίμακας αλλά και κίνητρο δημιουργίας γόνιμου διαλόγου για την πόλη και τον πολιτισμό.

Η καθιέρωση, με το πρόσχημα του επείγοντος, της διαδικασίας της μελετοκατασκευής – ένα ακόμα καίριο πλήγμα στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς- κατάργησε ουσιαστικά, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, την προσωπική ευθύνη και τους αναγκαίους δεσμούς των αρχιτεκτόνων με το έργο τους.

Η ιδιωτική κατοικία απασχολεί στη χώρα μας το καλύτερο δυναμικό των αρχιτεκτόνων, ενώ αξιόλογα έργα αυτής της κατηγορίας εκτίθενται και δημοσιεύονται στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Αντίθετα στην πολυκατοικία, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις, έχει καθιερωθεί το στερεότυπο της εμπορικής ανούσιας κάτοψης με τα γνωστά τεχνάσματα της παράκαμψης του ΓΟΚ (δες ημιυπαίθριους κ.λπ.) και με τις κίβδηλες, εμφανιζόμενες τα τελευταία χρόνια, όψεις που διαταράσσουν αυτάρεσκα τον πολύτιμο αστικό ιστό.

Ετσι διαμορφώνεται για δεκαετίες το τοπίο των πόλεων με όλα όσα συνεπάγεται για την ποιότητα ζωής των κατοίκων, για την υποβάθμιση και συχνά τον διασυρμό της αρχιτεκτονικής προσφοράς.

Πώς θα ξεφύγουμε από αυτή την πραγματικότητα και πώς θα αξιοποιηθεί το δυναμικό των αρχιτεκτόνων, οι οποίοι όλο και πληθαίνουν με την ίδρυση νέων αρχιτεκτονικών σχολών;

Η αναδίπλωση προς μία εμβάθυνση του αρχιτεκτονικού γίγνεσθαι που προέκυψε πιθανώς με αφορμή τη συνεχιζόμενη κλιμάκωση της οικονομικής κρίσης και ο αναστοχασμός ως προς το ύφος και το ήθος που απαιτεί η άσκηση της αρχιτεκτονικής, θα οδηγήσουν ίσως σε μια συνολική αναγνώριση των αναγκών που προκύπτουν και αναφέρονται στην κλίμακα του αστικού σχεδιασμού.

Η ανανεωμένη περιβαλλοντική πολιτική θα πρέπει να αποφύγει τον κατακερματισμό των αρμοδιοτήτων και να αναζητήσει τις αποτελεσματικές διαδικασίες με τις οποίες ο δημόσιος και ιδιωτικός χώρος των πόλεων θα αντιμετωπίζονται ως ενιαίο σύνολο.

Οι δρόμοι, το πράσινο, τα πεζοδρόμια, οι πλατείες, τα δίκτυα, οι υποδομές, ο αστικός εξοπλισμός, η συστηματική συντήρηση των υπαίθριων δημόσιων χώρων συμβάλλουν στη δημιουργία δεσμών της πόλης με τους κατοίκους και της αρχιτεκτονικής με τον πολιτισμό.

Oαρχιτέκτων Ζvi Ηecker στο κείμενό του « Η ύφεση αλλάζει την αισθητική μας », που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή», υποστηρίζει ότι «κάθε οικονομική κρίση δεν προκαλεί μόνο ρήξη με το άμεσο παρελθόν, αλλά δημιουργεί συνθήκες άμεσης αλλαγής». Ετσι η κρίση του 1929 είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση μιας νέας αρχιτεκτονικής, η οποία ήρθε σε πλήρη ρήξη με το παρελθόν για να εξυπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο. Για την ανάδυση, λοιπόν, μιας νέας πραγματικότητας πέρα από μίζερες αποσπασματικές λύσεις, η αρχιτεκτονική: «Επάγγελμαμε μοναδικό βάθος» οφείλει να συνενώσει και πάλι ανάγκες και όνειρα σε μια νέα ευαισθησία, ελπίζοντας στις νέες ιδέες που θα γεννήσει η κρίση.

«Οι ευθύνες αρχίζουν με τα όνειρα», γράφει ο Γ. Σεφέρης…

ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Η κρίση του 1929 είχε ως αποτέλεσμα την ανάδυση μιας νέας αρχιτεκτονικής, η οποία ήρθε σε πλήρη ρήξη με το παρελθόν για να εξυπηρετήσει το κοινωνικό σύνολο

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.