«Στην Ελλάδα πια αισθανόμαστε λιγότερο ξένοι απ΄ ό,τι στην πατρίδα μας», λένε οι Ευρωπαίοι πολίτες οι οποίοι ζουν και εργάζονται στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.

Μόλις την περασμένη εβδομάδα κατατέθηκε στη Βουλή νομοσχέδιο, σύμφωνα με το οποίο επαγγελματίες από άλλες χώρες- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούν πια να παρέχουν ελεύθερα τις υπηρεσίες τους και στη χώρα μας. Πρόκειται για κοινοτική οδηγία που επιτρέπει σε ειδικότητες, όπως οι ξεναγοί, οι μηχανικοί, όσοι ασχολούνται με την εκπαίδευση και την κατάρτιση να κάνουν ένα… ελληνικό εργασιακό ξεκίνημα, παίρνοντας ειδική άδεια για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους.

Ωστόσο, υπάρχουν και επαγγέλματα τα οποία εξαιρούνται από το νομοσχέδιο, όπως είναι αυτό των δικηγόρων, των μεταφορέων ή εκείνο των φαρμακοποιών. «ΤΑ ΝΕΑ» μίλησαν με τέσσερις Ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι επέλεξαν την Ελλάδα είτε για να συνεχίσουν την καριέρα τους είτε για να κάνουν ένα νέο εργασιακό ξεκίνημα.

Όπως λένε, η μετάβαση από την πατρίδα τους στη χώρα μας ήταν αρχικά δύσκολη, ωστόσο με σταθερά επαγγελματικά βήματα κατάφεραν να σταθούν γερά στα πόδια τους.

«Στην αρχή δεν ήταν εύκολα»


ΗΡΘΕ στην Ελλάδα το 1994 από την πόλη καταγωγής του, τη Βουδαπέστη. Εδώ μάλιστα γνώρισε και την Ελληνίδα σύζυγό του. Ο Μπέλα Χόρβατ από το 1967 δουλεύει στον χώρο της εστίασης. «Έχω “ανέβει” όλα τα επαγγελματικά σκαλιά της δουλειάς μου. Όταν έφυγα από την Ουγγαρία είχα μια πολύ καλή δουλειά, ήμουν ο σεφ σε ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία», λέει ο 58χρονος.

Το πολύ καλό βιογραφικό του ήταν και το διαβατήριό του για μια καλή επαγγελματική πορεία και στη χώρα μας. Σήμερα εργάζεται ως σεφ σε ένα από τα πιο γνωστά εστιατόρια ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας. «Ωστόσο, δεν ήταν από την αρχή τόσο εύκολα. Ήρθα στην Ελλάδα σε μεγάλη σχετικά ηλικία, ήμουν 43 ετών, οπότε οι αλλαγές στη ζωή μου ήταν πολύ έντονες. Δεν ήμουν δηλαδή μικρός για να προσαρμοστώ ή να μάθω εύκολα την ελληνική γλώσσα», θυμάται ο κ. Χόρβατ.

Το 2004, έτος που η Ουγγαρία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως λέει, ο σύλλογος των Ούγγρων στη χώρα μας δεχόταν αρκετά τηλεφωνήματα από συμπατριώτες οι οποίοι ρωτούσαν εάν υπάρχει δουλειά στην Ελλάδα για να έρθουν. «Πάντως από τα χρόνια που βρίσκομαι εδώ, έχω διαπιστώσει ότι οι διαφορές στους μισθούς με τη χώρα μου δεν είναι πολύ μεγάλες, περίπου 150-200 ευρώ».

«Η ζωή στην Αθήνα είναι ακριβή»


ΜΠΟΡΕΙ κανείς να τον ονομάσει Πολίτη του Κόσμου, καθώς τα τελευταία 17 χρόνια ζει μακριά από την πατρίδα του, την Αυστρία. Ο κ. Βίνφριεντ Λέχνερ σπούδασε Γλωσσολογία στην Αμερική ενώ εργάστηκε σε χώρες όπως η Γερμανία, η Αμερική, η Κύπρος, «και τώρα η Ελλάδα. Είναι ο τρίτος χρόνος που βρίσκομαι εδώ και σίγουρα το πρώτο διάστημα ήταν αυτό της προσαρμογής».

Είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Όπως εξηγεί όμως, η ακαδημαϊκή του καριέρα άρχισε από το εξωτερικό. «Όταν ήρθα δεν ήθελα να το εγκαταλείψω. Αφού λοιπόν πέρασα την ελληνική διαδικασία- αναγνώριση πτυχίων από το ΔΙΚΑΤΣΑ, πιστοποιητικό γλωσσομάθειας των Ελληνικών- κατάφερα να πάρω την πανεπιστημιακή θέση».

Ο κ. Λέχνερ σκοπεύει να σταματήσει το εργασιακό ταξίδι του εδώ και να μείνει μόνιμα στη χώρα μας. Κι αυτό γιατί, όπως λέει, βλέπει μέλλον στην Ελλάδα. «Μου αρέσει η δουλειά μου και θέλω να προσφέρω στους νέους. Τα παιδιά στην Ελλάδα είναι έξυπνα, με όρεξη για μάθηση και αισιόδοξα. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερο ακροατήριο στο αμφιθέατρο». «Η ζωή στην Αθήνα είναι σαφώς ακριβότερη από την Αυστρία για παράδειγμα», τονίζει ο καθηγητής.

«Οι μισθοί δεν έχουν σχέση με τη Γερμανία»


ΟΤΑΝ ΕΚΑΝΕ την ειδικότητά της στη δερματολογία στο Βερολίνο γνώρισε τον Έλληνα σύζυγό της, ο οποίος είχε πάει στη Γερμανία κι εκείνος για σπουδές στον ίδιο κλάδο. Η Γερμανίδα Σαμπίνε Έλκε Κρίγκερ- Κρασαγάκη, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της, άρχισε να εργάζεται στην πατρίδα της. «Για 12 χρόνια συνέχισα την ακαδημαϊκή μου καριέρα στη χώρα μου. Ήμουν έτοιμη να αναλάβω θέση καθηγήτριας Δερματολογίας όταν για οικογενειακούς λόγους ήρθαμε στην Ελλάδα», δηλώνει στα «ΝΕΑ».

Η μετάβαση, όπως θυμάται, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Οι βασικές δυσκολίες: η γλώσσα και οι περιορισμένες επαγγελματικές επιλογές για έναν Ευρωπαίο. «Επαγγελματικά δεν ήξερα τι να κάνω: να ανοίξω ιατρείο ή να ακολουθήσω το όνειρό μου, την πανεπιστημιακή καριέρα; Τελικά έκανα το δεύτερο», λέει η κ. Κρίγκερ, η οποία έχει δύο παιδιά. Η αναγνώριση των προσπαθειών της δεν άργησε να έρθει, καθώς πριν από έξι χρόνια οι καθηγητές της την υποστήριξαν για την πανεπιστημιακή θέση της επίκουρης καθηγήτριας. «Οι μισθοί δεν έχουν καμία σύγκριση με της Γερμανίας- να φανταστείτε ότι τα χρήματα που παίρνει ένας επιμελητής νοσοκομείου στην Ελλάδα αντιστοιχούν με εκείνα που παίρνει κάποιος ο οποίος κάνει ειδικότητα στη Γερμανία. Ωστόσο, την ακαδημαϊκή καριέρα είναι αυτή που έχω επιλέξει και αυτή που είχα ήδη αρχίσει στη Γερμανία», λέει η κ. Κρίγκερ- Κρασαγάκη.

«Ριζώσαμε για τα καλά στην Ελλάδα»


ΟΤΑΝ Ο ΓΙΑΡΙΚ, στα 21 του χρόνια, ήρθε στην Ελλάδα από την Πολωνία, το 1991, δεν είχε στρωμένη δουλειά ή καριέρα να ακολουθήσει και επί ελληνικού εδάφους. Αντίθετα, έκανε περιστασιακές δουλειές: «Λίγο οικοδομή, λίγο δουλειά σε φούρνους». Κάποιους μήνες αργότερα, γνώρισε την επίσης Πολωνή σύζυγό του, την Ούρσουλα. «Και οι δύο ήμασταν από τους μετανάστες οι οποίοι ήρθαμε στην Ελλάδα για να μείνουμε, γιατί οι περισσότεροι συμπατριώτες μας απλά δούλευαν εδώ προκειμένου να μαζέψουν χρήματα και μετά να γυρίσουν στην πατρίδα», λέει ο Γιάρικ.

Αφού ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες έκδοσης της άδειας παραμονής, ο Γιάρικ και η Ούρσουλα σκέφτονταν το ενδεχόμενο να ξεκινήσουν κάτι δικό τους. Έτσι, το 1999 άνοιξαν μία καφετέρια στην οδό Λιοσίων η οποία θα ήταν το στέκι των Πολωνών.

«Έγινε στέκι, μια και οι συμπατριώτες μου έρχονταν σε ένα μέρος που τους θύμιζε την πατρίδα. Και αφού είδαμε ότι το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο, πέντε χρόνια αργότερα, το 2004, τη χρονιά που η Πολωνία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανοίξαμε ένα κλαμπ». Αν και- όπως λένε- τώρα πια που η χώρα τους είναι μέλος της Ε.Ε., οι εργασιακές ευκαιρίες κι εκεί είναι πολλές. «Ωστόσο, ριζώσαμε εδώ. Πλέον αισθανόμαστε περισσότερο ξένοι στη χώρα μας παρά στην Ελλάδα».