Κινείται αργά σε διαδρόμους ποτισμένους με νοσταλγία και δάκρυα. Ένα γκρι μπαστούνι βαστάζει το κορμί του. Στους τοίχους γύρω του ασπρόμαυρες φωτογραφίες διηγούνται ιστορίες μεταναστών. Κάποτε βρισκόταν εδώ η τελευταία στάση τους πριν από το όνειρο. Στη νήσο Έλις σφραγιζόταν το μέλλον τους στην Αμερική. Σήμερα, ο Γιώργος Τσέλος είναι ο φύλακας των αναμνήσεών τους.

Δείτε εδώ το infographic για το Ellis Island.

Πέρασε πάνω από ένας αιώνας από τότε που πόδι μετανάστη πάτησε για πρώτη φορά σε τούτη τη γη. Από το 1892 μέχρι το 1954 η νήσος Έλις, στο στόμιο του ποταμού Χάντσον, υποδέχθηκε εκατομμύρια ανθρώπους από όλον τον κόσμο.

Εδώ περνούσαν από επιθεώρηση όσοι έφθαναν στη Νέα Υόρκη προκειμένου να τους επιτραπεί η είσοδος και η παραμονή στην Αμερική. Αυτό ήταν το νησί της ελπίδας αλλά και των απογοητεύσεων.

Η βάρκα που μεταφέρει τους επισκέπτες από το Μανχάταν χρειάζεται λιγότερο από δέκα λεπτά στα σκούρα νερά του ποταμού για να ενώσει το σήμερα με το χθες. Στο νησί με περιμένει ο Γιώργος Τσέλος, επικεφαλής της βιβλιοθήκης και του αρχείου του Εllis Ιsland που πλέον λειτουργεί ως μουσείο. Θα με βοηθήσει να ταξιδέψω στο παρελθόν, τότε που χιλιάδες Έλληνες έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς. Θα μου διηγηθεί τις περιπέτειές τους και τις ρατσιστικές αντιλήψεις εναντίον τους.

Μαρτυρίες και αναμνήσεις ανθρώπων που ακόμα κι αν γεννήθηκαν σε άλλες εποχές και άλλα μέρη δείχνουν ότι οι κοινωνίες όντως μοιράζονται κάτι κοινό: τον φόβο απέναντι στο διαφορετικό.

Οι προϋποθέσεις. Ο πατέρας του Γιώργου Τσέλου, ο Δημήτρης, ήταν ένας από τους 750.000 Έλληνες που έφθασαν στη νήσο Έλις μέχρι τα μέσα του 1920. «Ήταν ο μικρότερος από πέντε αδέλφια. Ζούσε σε ένα χωριό της Αρκαδίας, δύσκολα, φτωχικά χρόνια.

Η τελευταία εικόνα που είχε από τη μητέρα του ήταν να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού σε μια λίμνη αίματος. Πέθανε στη γέννα του έκτου παιδιού, αφού δεν υπήρχε γιατρός να την κοιτάξει», θυμάται ο κ. Τσέλος.

Το ταξίδι του πατέρα του από την Ελλάδα στην Αμερική κράτησε τέσσερις εβδομάδες. Ήταν μόλις 15 ετών, στοιβαγμένος στα ανήλιαγα διαμερίσματα του πλοίου «Γιάννενα» μαζί με εκατοντάδες επιβάτες. Στις ΗΠΑ θα συναντούσε τον μεγαλύτερο αδελφό του.

Μόλις έφθανε ένα πλοίο στη Νέα Υόρκη οι επιθεωρητές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Δημόσιας Υγείας εξέταζαν στα καταστρώματα τους ταξιδιώτες των δύο πρώτων θέσεων. Οι υπόλοιποι μεταφέρονταν με βάρκες στη νήσο Έλις όπου

εξετάζονταν από τους «γιατρούς των έξι δευτερολέπτων». Λεγόταν ότι ένας γιατρός μπορούσε να διαπιστώσει πολλά για την κατάσταση υγείας του ταξιδιώτη (από αναιμία μέχρι κιρσούς) απλά κοιτάζοντάς τον.

«Οι μεταναστευτικοί νόμοι δεν ήταν τόσο αυστηροί», λέει ο 70χρονος κ. Τσέλος. «Βασική προϋπόθεση ήταν να έχεις πάνω σου τουλάχιστον 25 δολάρια για να δείξεις ότι θα επιβιώσεις μέχρι να βρεις δουλειά. Και φυσικά έπρεπε να είσαι υγιής και να έχεις καθαρό ποινικό μητρώο».

Οι αρχές όμως ήταν ιδαίτερα αυστηρές απέναντι στις ασυνόδευτες γυναίκες. Σπάνια τους έδιναν μεταναστευτική άδεια. Φοβούνταν ότι θα πέσουν θύματα εκμετάλλευσης στην Αμερική. Όσοι δεν μπορούσαν να εισέλθουν στη χώρα, επέστρεφαν δωρεάν στην πατρίδα τους με τα πλοία που τους είχαν φέρει.

«Φώναζαν τους Έλληνες “βρώμικους” και “λιγδιάρηδες”»

Παρά το γεγονός ότι η Αμερική είναι έθνος μεταναστών, οι παλαιότεροι κάτοικοι δεν υποδέχονταν με θέρμη τους νέους. «Υπήρχε έχθρα και πολλά στερεότυπα», λέει ο κ. Τσέλος. «Τους Πολωνούς τούς θεωρούσαν χαζούς. Ενώ τους Έλληνες τους έβλεπαν ως τζογαδόρους, αλλά όχι μέθυσους σαν τους Ιρλανδούς. Τους φώναζαν “βρώμικους” και “λιγδιάρηδες”». Μαζί με τους Ιταλούς οι Έλληνες δεν θεωρούνταν από τους Αγγλοσάξονες της Αμερικής «λευκοί».

Σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, η φυλετική καθαρότητα είχε διαβαθμίσεις. Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκονταν οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι μεσογειακοί λαοί τοποθετούνταν στα κατώτερα στρώματα ως πιο σκουρόχρωμοι και στον πάτο βρίσκονταν οι αφρικανικές φυλές.

«Η εικόνα για τους Έλληνες μετανάστες και τη “λευκότητά” τους άρχισε να αντιστρέφεται όταν περισσότεροι Αφροαμερικανοί μετακόμισαν στις βορειοανατολικές πολιτείες αναζητώντας εργασία.

Πλέον οι Έλληνες δεν ήταν τόσο σκούροι στα μάτια των Αμερικανών», εξηγεί ο κ. Τσέλος. Σε αντίθεση με τους περισσότερους Έλληνες μετανάστες της εποχής που εργάζονταν στις οικοδομές ή άνοιγαν εστιατόρια, ο πατέρας του κ. Τσέλου κατάφερε να σπουδάσει και να ακολουθήσει έπειτα ακαδημαϊκή καριέρα. «Ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πρίνστον και δίδαξε αργότερα Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και της Μινεσότας. Βίωσε τον ρατσισμό μια φορά στη ζωή του.

Όταν απέρριψαν την αίτησή του για θέση καθηγητή σε γνωστό πανεπιστήμιο. Είπαν ότι δεν χρειάζονται “άλλους ξένους”. Ο πατέρας μου όμως ήταν ήδη Αμερικανός πολίτης και βρισκόταν στη χώρα 30 χρόνια», λέει ο κ. Τσέλος.

Νόμοι και προκαταλήψεις. Παρά τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, οι Έλληνες δεν γνώρισαν το μίσος των Αμερικανών στον βαθμό που το εισέπραξαν

για πολλά χρόνια οι Κινέζοι μετανάστες. «Δεν επιτρεπόταν για χρόνια η μετανάστευση των Κινέζων στις ΗΠΑ», λέει ο κ. Τσέλος.

«Οι περισσότεροι Κινέζοι είχαν έρθει για την κατασκευή του σιδηροδρόμου στην Αμερική και όταν ολοκληρώθηκε το έργο τους παρέμειναν στη χώρα. Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης όμως, η κοινή γνώμη κατηγορούσε τους Κινέζους για έλλειψη θέσεων εργασίας. Έλεγαν ότι τους κλέβουν τις δουλειές. Ήταν, δυστυχώς, οι αποδιοπομπαίοι τράγοι».

Σε μια προσπάθεια να μειώσουν το μεταναστευτικό ρεύμα την περίοδο 1916-1917 οι αμερικανικές αρχές καθιέρωσαν τεστ ανάγνωσης. Πίστευαν ότι οι περισσότεροι μετανάστες ήταν αναλφάβητοι. Κατά τον έλεγχο έπρεπε να διαβάσουν φράσεις στη μητρική τους γλώσσα. «Οι περισσότεροι όμως ήταν σε θέση να περάσουν το τεστ. Και έτσι άλλο ένα στερεότυπο για τους μετανάστες κατέρρευσε», λέει ο κ. Τσέλος.