Σαφείς ενδείξεις για αλλαγή του κλίματος στον διεθνή Τύπο υπήρξαν χθες, μετά τις πρόσφατες συναντήσεις του κ. Παπανδρέου στο Νταβός. Μάλιστα, πρώτη φορά οι ξένες εφημερίδες φαίνεται να παίρνουν τη θέση της Ελλάδας ζητώντας τη στήριξή της.


Χαρακτηριστικό είναι το κύριο άρθρο της «Νιου Γιορκ Τάιμς» η οποία ζητεί την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας από τους εταίρους της. «Δεν θα πρέπει ολόκληρο το φορτίο να πέσει στην Ελλάδα, μια από τις μικρότερες και πιο φτωχές οικονομίες της ευρωζώνης», τονίζεται χαρακτηριστικά, σημειώνοντας όμως πως «οποιαδήποτε ενίσχυση πρέπει να συνοδεύεται από μεγαλύτερους περιορισμούς στη δημοσιονομική κυριαρχία που τόσο κατάφωρα έχει παραβιάσει η Αθήνα».

Η περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, με τις πολλαπλές της εκφάνσειςαπό τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό μέχρι το ενδεχόμενο να μην είναι σε θέση η χώρα να εκπληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις της- απασχόλησε και τον ευρωπαϊκό Τύπο. Τούτη τη φορά, μάλιστα, εν όψει και των σημερινών ανακοινώσεων της Κομισιόν για τα μέτρα που οφείλει να λάβει η ελληνική κυβέρνηση, θίγεται και το ζήτημα των λοιπών χωρών της ευρωζώνης που έχουν δημοσιονομικό πρόβλημα, με πρώτη τη Γαλλία.

Στο κύριο άρθρο της, υπό τον τίτλο «Όλοι Έλληνες;», η εφημερίδα «Μοντ» σημειώνει πως ο τρόπος με τον οποίο θα υποδεχθούν οι Έλληνες τη σκληρή λιτότητα που επιβάλλουν οι Βρυξέλλες για τη μείωση του ελλείμματος κάτω από το 3% θα αποτελέσει ουσιαστικά και δείγμα για τις λοιπές χώρες- και γι΄ αυτό θα παρακολουθούν μετά μεγάλης προσοχής οι άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αναζητώντας τις πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες. Ουσιαστικά, υπαινίσσεται ότι η Ελλάδα αποτελεί το πειραματόζωο της ευρωζώνης…

Η «Γκάρντιαν» επικαλείται ανώτερο αξιωματούχο των Βρυξελλών που υποστηρίζει ότι «για πολιτικούς λόγους δεν μπορεί να υπάρξει διάσωση, αλλά το γιουρογκρούπ μπορεί να δράσει μαζί με τους Έλληνες για μεταρρύθμιση. Έχουμε μια νομισματική ένωση, ένα σύστημα υποστήριξης του νομίσματος, αλληλεξάρτηση».

Η γερμανική «Ντι Βελτ» φιλοξενεί μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας, σύμφωνα με την οποία είναι προτιμητέα η παρέμβαση του ΔΝΤ ως λύση για την Ελλάδα, με έναν ερευνητή να υποστηρίζει ότι «κάποιος μπορεί να αμφισβητήσει κατά πόσον οι θεσμοί της ΟΝΕ έχουν τις απαραίτητες εξουσίες για να επιβάλουν δημοσιονομική πειθαρχία και κυρώσεις αν αυτή δεν εφαρμοστεί».

Επιστράτευση ΔΝΤ

Την… παράσταση ωστόσο κλέβει το άρθρο των κ.κ. Πισανί-Φερί και Σαπίρ, διακεκριμένων οικονομολόγων αλλά και συμβούλων της Κομισιόν κατά καιρούς, που εισηγούνται επίσης επιστράτευση του ΔΝΤ για την Ελλάδα, καθώς το Ταμείο μπορεί να επιβάλει όρους και μέτρα, ενώ έχει και αξιόπιστους μηχανισμούς παρακολούθησης. Επιπλέον, κατά τον τρόπο αυτό, η Ευρώπη δεν θα χρεωθεί την οργή των Ελλήνων που θα κατεβούν στους δρόμους διαμαρτυρόμενοι.

Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Ορισμένοι αρθρογράφοι υποστηρίζουν ότι μια παρέμβαση του ΔΝΤ θα ήταν πιο αποτελεσματική

«Μην ακούτε τους οίκους»

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Γιώργος Κανελλόπουλος


Στήριξη στηνΕλλάδα και προσωπικά στον κ. Γ. Παπανδρέου προσέφερε ο νομπελίστας καθηγητής Τζ. Στίγκλιτς. Μιλώντας στο συνέδριο του «Εconomist» χθες στην Αθήνα ο Τζ. Στίγκλιτς είπε ότι ο Πρωθυπουργός «έκανε πολύ καλή δουλειά στο Νταβός», ενώ χαρακτήρισε «παράλογους» τους φόβους για χρεοκοπία της Ελλάδας. Ο Τζ. Στίγκλιτς ζήτησε ακόμη από τους Ευρωπαίους εταίρους να βοηθήσουν την Ελλάδα και άσκησε σκληρή κριτική στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Τους οίκους αυτούς, είπε, ενώ φέρουν σημαντικό μερίδιο για τη μεγάλη παγκόσμια κρίση επειδή έδιναν θετικές αξιολογήσεις σε τοξικά προϊόντα, σήμερα τους εμπιστευόμαστε να αξιολογήσουν εθνικές οικονομίες. Αναρωτήθηκε ακόμη πώς είναι δυνατόν η ΕΚΤ να δανείζει με σχεδόν μηδενικά επιτόκια τις τράπεζες και δεν κάνει το ίδιο με ολόκληρες χώρες και πρόσθεσε ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να εξετάσει τη δημιουργία «ταμείου αλληλεγγύης».

Όλοι Έλληνες;


Το χρονοδιάγραμμα δεν είναι καθόλου τυχαίο: την ώρα που οι Βρυξέλλες θέτουν την Ελλάδα υπό επιτήρηση, η Γαλλία, διά της Κριστίν Λαγκάρντ, της υπουργού της επί των Οικονομικών, παρουσιάζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το κυβερνητικό σχέδιο για να επανέλθουν τα δημόσια ελλείμματα στο 3% το 2013. Η υπουργός θα προσέξει να μην προφέρει τη λέξη «λιτότητα», η οποία παραλίγο να της στοιχίσει τη θέση λίγο καιρό μετά την ανάληψη του υπουργείου, το 2007, όμως περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού στη «Le Figaro» (στο φύλλο της 30ής Ιανουαρίου) λίγες αμφιβολίες αφήνουν: «Είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε προσπάθειες άνευ προηγουμένου, για τις οποίες απαιτείται εθνική κινητοποίηση. Το σχέδιο προβλέπει ότι οι συνολικές δημόσιες δαπάνες θα αυξάνονται με ρυθμό κατώτερο του 1% ετησίως από το 2011. Ουδέποτε μια κυβέρνηση έχει κάνει τόσο πολλά. Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα πάγωμα του προϋπολογισμού των υπουργείων και ανάλογες προσπάθειες για τις τοπικές συλλογικές δομές».

Ίδιο σχέδιο και στις ΗΠΑ: το δημόσιο έλλειμμα, που πρόκειται να αυξηθεί φέτος στο 10,6% του ΑΕΠ, θα πρέπει να έχει μειωθεί σε περίπου 4% το 2013. Και στις τρεις περιπτώσεις, της Ελλάδας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ (ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός) η λογική είναι η ίδια: έναν χρόνο αφότου άνοιξαν όσο το δυνατόν περισσότερο τους κρουνούς των πιστώσεων για να ξορκίσουν την κρίση και να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη, οι κυβερνήσεις αρχίζουν να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση… και πάλι για να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη. Η αύξηση των επιτοκίων της αποταμίευσης στις δυτικές χώρες δείχνει πράγματι ότι τα νοικοκυριά ανησυχούν πλέον για τα δημόσια ελλείμματα που, όπως πιστεύουν, χρησίμευσαν περισσότερο για να διασωθούν οι τράπεζες απ΄ ό,τι για να προστατευθούν οι θέσεις εργασίας. Είναι συνεπώς καιρός για τις κυβερνήσεις να στείλουν το σήμα ότι επανερχόμαστε στη νομιμότητα, έστω κι αν εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες. «Η ανάκαμψη υπάρχει στις στατιστικές, όμως η ύφεση υπάρχει στη ζωή των ανθρώπων» παραδέχθηκε στο Νταβός ο Λάρι Σάμερς, ο οικονομικός σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα.

Η έξοδος από την κρίση προαναγγέλλεται πολιτικά και κοινωνικά δύσκολη- το υποδηλώνει η αναβίωση του λαϊκισμού. Και εδώ, ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες θα αποδεχθούν την επερχόμενη λιτότητα θα παρατηρηθεί προσεκτικά από πολλές πρωτεύουσες, η πολιτική των οποίων ακολουθεί, διακριτικά, μια ανάλογη οδό.