Η συνάντηση στις Πρέσπες μεταξύ Παπανδρέου και Γκρούεφσκι στα τέλη Νοεμβρίου γέννησε κάποιες ελπίδες (εδικά εκτός Ελλάδας) ότι ίσως η χρονίζουσα διένεξη Αθήνας- Σκοπίων, που συμπλήρωσε ήδη 18 χρόνια, τεθεί επιτέλους σε τροχιά λύσης.

Η Αθήνα επιζητεί, ως γνωστόν, τα τελευταία χρόνια τη λύση της σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό που να ισχύει έναντι των πάντων (erga omnes), δηλαδή έναντι όλων των κρατών ή διεθνών (διακρατικών) οργανισμών. Αν η Ελλάδα είχε αυτή τη θέση στις αρχές της δεκαετίας του 1990- και δεν είχε αφήσει τον εθνικιστικό παροξυσμό να υπαγορεύσει την εξωτερική της πολιτική- το θέμα θα είχε επιλυθεί τότε, γιατί η γειτονική χώρα (επί Κίρο Γκλιγκόροφ) ήταν τότε έτοιμη να αποδεχθεί τη σύνθετη ονομασία.

Έρχομαι τώρα στην περίμετρο μίας μέσης λύσης, χωρίς κερδισμένους και χαμένους. Είναι γεγονός ότι μετά την πάροδο τόσων ετών, την αναγνώριση της γειτονικής χώρας με το συνταγματικό της όνομα από την πλειονότητα των χωρών-μελών του ΟΗΕ, αλλά και την αρχική ελληνική αδιαλλαξία που οδήγησε τα πράγματα σε αδιέξοδο, η λύση με γεωγραφικό ή άλλο προσδιορισμό και μάλιστα έναντι όλων δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Πλην όμως ήρθε ένα ανέλπιστο δώρο για την Αθήνα, η αδιαλλαξία και οι κορόνες της κυβέρνησης Γκρούεφσκι και η προσπάθεια κατασκευής μιας νέας εθνικής ταυτότητας ως απογόνων των αρχαίων Μακεδόνων, αντί της σλαβικής που είναι η ιστορικά ορθή και με την οποία ταυτίζονται οι λοιποί κάτοικοι της γειτονικής χώρας. Η κατασκευή αυτή έχει διχάσει τους κατοίκους της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και εκθέτει τη χώρα τους διεθνώς και βέβαια και στην Ε.Ε.

Σε αυτή τη συγκυρία εθνικιστικών υπερβολών (αυτήν τη φορά της άλλης πλευράς) θα μπορούσε να περάσει η ελληνική θέση αν προστεθούν τουλάχιστον δύο ακόμη σημεία για να γίνει αποδεκτό το επώδυνο για τα Σκόπια χάπι της σύνθετης ονομασίας: (1) ασχέτως τελικού ονόματος η αναγνώριση της ύπαρξης ενός ξεχωριστού βαλκανικού έθνους και (2) η αναγνώριση ξεχωριστής γλώσσας (και όχι απλής διαλέκτου των βουλγαρικών). Κανονικά βέβαια με αυτή τη διπλή αναγνώριση η Αθήνα δεν δίνει και πολλά πράγματα, αφού μόνο εμείς και οι Βούλγαροι δεν αναγνωρίζουμε αυτά τα δύο πράγματα που αποτελούν γεγονός τουλάχιστον από το 1945 (π.χ. στα πλαίσια της UΝΕSCΟ τα μακεδονικά είναι καταγεγραμμένα, πολύ πριν από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ως μία από τις υπάρχουσες γλώσσες στον κόσμο). Όμως γι΄ αυτούς οι δύο αυτές αναγνωρίσεις έχουν μεγάλη συμβολική σημασία και θα τους βοηθούσε να «πουλήσουν» τη σύνθετη ονομασία στην κοινή τους γνώμη.

Πάντως ευχής έργον θα ήταν η Αθήνα να αποφύγει ένα νέο βέτο (όπως αυτό του Βουκουρεστίου, σε σχέση με την εισδοχή στο ΝΑΤΟ στο οποίο είχε προβεί, αρκετά άκομψα, η κυβέρνηση Καραμανλή) και μάλιστα διπλό σε σχέση με την ένταξη στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. Τέτοια βέτο δείχνουν την Αθήνα αρνητική και παραβιάζουν την εν ισχύει Ενδιάμεση Συμφωνία της Νέας Υόρκης (13 Σεπτεμβρίου 1995), στην οποία διατυπώνεται ρητά (άρθρο 11) ότι δεν επιτρέπεται η Ελλάδα «να προβάλει αντιρρήσεις σε αίτηση ή συμμετοχή» της γειτονικής χώρας «σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς των οποίων είναι μέλος» η Ελλάδα. Αντιρρήσεις μπορεί να προβάλει η Αθήνα μόνο αν η γειτονική χώρα επιμένει να θέλει να εισέλθει στον οργανισμό αυτό με άλλο όνομα (πλην δηλαδή του ΠΓΔΜ, στο μέτρο που δεν έχει προκύψει συμφωνία ως προς το όνομα).

Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ΄90

Αν η Ελλάδα είχε προωθήσει σύνθετη ονομασία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το θέμα θα είχε επιλυθεί, γιατί τα Σκόπια ήταν τότε έτοιμα να την αποδεχθούν

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ανάλυσης Συγκρούσεων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.