Αν και δεν έχω σκοπό να παρακάμψω τους ειδικούς γράφοντας για τον χορό, οι εντυπώσεις μου από ορισμένες παραστάσεις με οδηγούν ακόμα μία φορά να αναγνωρίσω συνθετικές αρχές συναφείς στη χορογραφία και την αρχιτεκτονική.

Η διαχείριση του χρόνου και του χώρου και η καίρια σχέση της κίνησης με τις αναλογίες του σώματος του ανθρώπου παραπέμπουν στην κοινή καταγωγή αυτών των δύο περιοχών της τέχνης.

Έχει περάσει ένας χρόνος από τον Ιούλιο του 2008, από τη μαγική παράσταση της Πίνα Μπάους, «Ορφέας καιΕυρυδίκη», στην Επίδαυρο.

Πού να ξέρουμε πως ήταν η τελευταία φορά που θα βλέπαμε την ίδια τη χορογράφο στην Ελλάδα ανάμεσα στους χορευτές, τους μουσικούς και τους τραγουδιστές να υποκλίνεται με τη χαρακτηριστική της ευγένεια, ενώ το γοητευμένο κοινό χειροκροτούσε με ενθουσιασμό και ευγνωμοσύνη για την αξέχαστη παράσταση.

Αναγνωρίσαμε και τότε τη στενή σχέση της αρχιτεκτονικής και του χορού στη διαχείριση του χώρου και του χρόνου.

Ίσως πρόκειται για μια εμμονή μας η οποία δεν ανταποκρίνεται άμεσα στις συνθετικές απαιτήσεις των δύο περιοχών της τέχνης- αν φυσικά εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι και η αρχιτεκτονική εντάσσεται ακόμα στην επικράτεια της τέχνης. Και φέτος, λοιπόν, έναν χρόνο μετά, το «Last touch first», μια «χορογραφική σύλληψη του χρόνου» των Γίρζι Κίλιαν και Μάικλ Σουμάχερ στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, μας γοήτευσε με το ιδιαίτερο ύφος της και την υψηλού επιπέδου ποιητική γραφή της.

Θα ήταν δυνατό να αποδώσουμε στο έργο τον τίτλο: εγκώμιο στη βραδύτητα, παραλλάσσοντας τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του Τανιζάκι: εγκώμιο στη σκιά.

Καθώς στη χορογραφία αυτή η κίνηση και η στάση εγγράφονται με μια συνεχή και σταθερή ροή στον χρόνο και εκτυλίσσονται με μαγικό τρόπο στον χώρο, αναδύεται από τα σώματα των χορευτών η κοινή ρίζα της λέξης ροή και ρυθμός στη μουσική και την αρχιτεκτονική, σε αυτή την ελεγχόμενη συνέχεια εντάσσεται οργανικά και η σιωπή- η στάση.

«Γόνιμη στιγμή» ο Π. Μιχελής χαρακτήριζε τη στάση του σώματος στα μοναδικά έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αναγνωρίζοντας ότι σε αυτά τα γλυπτά συμπυκνώνεται ο χρόνος: ο παρών, ο παρελθών και ο μέλλων.

Αυτή η απεραντοσύνη της στιγμής εκφράζεται στη διαδρομή, στην κίνηση και στη στάση των χορευτών, καθώς η χορογραφική αφήγηση εκτυλίσσεται στον χρόνο και γεμίζει τον χώρο- εγχείρημα που μοιάζει ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτεί άρτια τεχνική από τους χορευτές.

Τα μέλη του σώματος λειτουργούν ως ένα αρθρωτό μουσικό όργανο σε αυτή την αλληλουχία των στιγμών και αναπτύσσουν με μυστική μουσικότητα το μέλος, τη μελωδία της χορογραφίας.

Με την ερμηνεία των χορευτών ο διασταλμένος χρόνος γεμίζει με άφθονο ποιητικό υλικό και η συγκίνηση οδηγεί την κίνηση των σωμάτων με ποιητική ακρίβεια. Με εργαλείο το πολύτιμο ανθρώπινο σώμα, με τις «αρθρώσεις» του να εγγράφουν τον χρόνο στον χώρο, με μια βραδύτητα σε εγρήγορση και όχι με νωθρότητα, «παίζεται» αυτό το χορευτικό βωβό θέατρο.

Η τσεχωφική ατμόσφαιρα, στην οποία στηρίζεται η χορογραφία, αναδύεται μέσα από τα σώματα, τα αντικείμενα και τις φευγαλέες σκιές που με τρόπο μαγικό εγγράφονται ως αναλαμπές στο μαύρο φόντο της σκηνής και ως πατημασιές φωτός στο δάπεδο.

Το δάπεδο με το λευκό παλλόμενο ύφασμα που το καλύπτει, μοιάζει να ανασαίνει καθώς μεταμορφώνεται υποδεχόμενο τα σώματα που κινούνται αργά ως μέσα στο διάστημα ανατρέποντας τους νόμους της βαρύτητας. Η ποίηση του Rimbaud, έγραψε ο Βachellard, μας διδάσκει τη βραδύτητα, και αυτή η συγκεκριμένη παράσταση που είχαμε την τύχη να δούμε στην Αθήνα συμφιλιώνει τον χώρο με τον χρόνο σε μια εποχή που η ταχύτητα καταλύει τις αναγκαίες αποστάσεις για την ανάσα της ποίησης.

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.

ΤΟ «LΑSΤ ΤΟUCΗ FΙRSΤ»

μια «χορογραφική σύλληψη του χρόνου» των Γίρζι Κίλιαν και Μάικλ Σουμάχερ, μας γοήτευσε με το ιδιαίτερο ύφος της και την υψηλού επιπέδου ποιητική γραφή της