Η 24χρονη φοιτήτρια Τζίνα Σιδέρη χρησιμοποιεί κάποιες από τις ρυθμίσεις ασφαλείας του Facebook προκειμένου οι φωτογραφίες της να είναι ορατές μόνο στον κύκλο των στενών της φίλων. Ωστόσο, ανησυχεί για τα στοιχεία τα οποία μπορούν να συλλέξουν και να χρησιμοποιήσουν οι διαχειριστές των εφαρμογών που χρησιμοποιεί.


Παραδέχεται βέβαια ότι εφησυχάζει και δεν αποδίδει τη δέουσα σημασία στην προστασία των προσωπικών της δεδομένων, κάθε φορά που επισκέπτεται το προφίλ της. «Έχω διαβάσει τους όρους. Ωστόσο, κάνω κάποια κουίζ επειδή με χαλαρώνουν, γνωρίζοντας ότι μέσω αυτών δίνω στοιχεία για εμένα. Βέβαια, όταν σκέφτομαι πως αυτός που τα δημιούργησε ξέρει κάποια πράγματα για εμένα προβληματίζομαι», λέει στα «ΝΕΑ». Πιστεύει πάντως ότι «οι υπάρχουσες ρυθμίσεις είναι αρκετές και είναι θέμα του χρήστη να τις αξιοποιήσει έτσι ώστε να προστατέψει από τα αδιάκριτα βλέμματα ό,τι δεν θέλει να έχει δημόσια προβολή».

«Ένας τόπος κοινωνικής δικτύωσης δεν νομιμοποιείται να ζητά από τον χρήστη επιβεβαίωση για οτιδήποτε. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να μας ζητά να δώσουμε συγκατάθεση για να κάνει βούκινο στο Ίντερνετ τα προσωπικά μας δεδομένα. Αυτό ακριβώς είχαν επισημάνει Έλληνες μπλόγκερ κατά την επίσκεψη που έγινε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο πριν από περίπου εννέα μήνες», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Βασιλάκος, εκπρόσωπος του Ιnternet Νow. Η αξιολόγηση

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Cambridge, σε δείγμα 45 διεθνών ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης, τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών δεν είναι τόσο ασφαλή όσο υποστηρίζουν οι διαχειριστές των σάιτ. Οι ερευνητές Joseph Βonneau και Soren Ρreibusch εξέτασαν σχετικά μεγάλο αριθμό ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης και τις αξιολόγησαν ως προς την προστασία της ιδιωτικότητας των χρηστών τους με βάση 260 κριτήρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ 90% αυτών των σελίδων ζητά από τον χρήστη το πλήρες όνομα και την ημερομηνία γέννησής του προκειμένου αποκτήσει προφίλ, 80% αποτυγχάνει να χρησιμοποιήσει τα βασικά πρωτοκόλλα κρυπτογράφησης προκειμένου να προστατέψει τα προσωπικά δεδομένα των πελατών του από τους χάκερ. Επιπλέον, 71% αναφέρει ρητά στους όρους χρήσης ότι διατηρεί το δικαίωμα να μοιράζεται τα δεδομένα των χρηστών με τρίτα μέρη.

Από τα 45 σάιτ μόνο 3 δεν άφηναν τα προφίλ των νέων χρηστών πλήρως ορατά σε όλους τους υπόλοιπους. Πάντως, σύμφωνα με τη μελέτη, σε γενικές γραμμές όσο μεγαλύτερη και γνωστότερη είναι μια ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης τόσο καλύτερες πρακτικές για να προστατεύει την ιδιωτικότητα των χρηστών της έχει. Τα περισσότερα κριτήρια στην κατάταξη κάλυψαν τα LinkedΙn, του οποίου βασικός σκοπός λειτουργίας είναι η δικτύωση σε επαγγελματικό επίπεδο, η αναζήτηση θέσεων εργασίας και η ανταλλαγή τεχνογνωσίας, και Βebo που είναι ανάλογο του Facebook, ενώ το Facebook και το ΜySpace μετά βίας πέρασαν τη βάση.

Ασφαλώς, δεν ευθύνονται αποκλειστικά οι διαχειριστές των σάιτ για το ότι δεν δίνεται έμφαση στην προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσες ιστοσελίδες διαφήμιζαν τη σημασία που δίνουν σε αυτό το θέμα είχαν και τους λιγότερους χρήστες και αυτό επειδή, ενώ οι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι τους απασχολεί, ουσιαστικά ενδιαφέρονται περισσότερο για τις «παροχές», δηλαδή πόσο εύκολο είναι να βρουν ανθρώπους και να μοιραστούν φωτογραφίες, αρχεία και βίντεο. Όλα αυτά δύσκολα μπορεί να τα προσφέρεί μια ιστοσελίδα αν είναι πολύ αυστηροί οι όροι προστασίας προσωπικών δεδομένων που υιοθετεί.

Άλλωστε, σύμφωνα με παλαιότερες μελέτες, 80%- 99% των χρηστών δεν αλλάζουν ποτέ τις ρυθμίσεις ασφαλείας του προφίλ τους και έτσι αυτό είναι ορατό στους πάντες.

Η ΕΡΕΥΝΑ

του Κέμπριτζ έδειξε ότι το 80% των σάιτ δεν έχει επαρκή κρυπτογράφηση

«Δεν προσέχουμε πού δίνουμε τα στοιχεία μας»


ΚΑΤΑ ΤΟΝ κοινωνιολόγο Χαράλαμπο Στέρτσο, αυτή η συμπεριφορά, την οποία υιοθετούν και οι Έλληνες, είναι έως ένα βαθμό αναμενόμενη γιατί όπως τονίζει «στερούμαστε καταναλωτικής παιδείας και κουλτούρας.

Όπως στην πραγματική ζωή δεν απαιτούμε να μας ενημερώνουν και να μας σέβονται ως πελάτες, έτσι και στον κυβερνοχώρο δεν προσέχουμε πού δίνουμε να στοιχεία μας».

Βέβαια, συμπληρώνει ότι «υπάρχει ακόμη ένας λόγος. Οι ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης και γενικώς το Διαδίκτυο καλούν τους ανθρώπους να επανακοινωνικοποιηθούν. Πρόκειται για έναν σχετικά καινούργιο κοινωνικό χώρο και γι΄ αυτό είμαστε ακόμη στη διαδικασία εκμάθησης των κανόνων, των ρυθμίσεων και των συμπεριφορών μας μέσα σε αυτόν».

«Η κίνηση-κλειδί που πρέπει να κάνει ο καθένας είναι να παραπονείται και να ζητά να απαλειφθεί ο όρος χρήσης που τον ενοχλεί όταν συμφωνεί να γραφτεί σε έναν δικτυακό τόπο. Έχουμε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, με παράπονα χρηστών που άλλαξαν τους όρους χρήσης του Facebook και άλλων σάιτ με παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά. Οι αλλαγές γίνονται όταν οι χρήστες δεν βαριούνται και απλώς το ψάχνουν λίγο.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι με τους “χρήστες του καναπέ”, που είναι ωχαδερφιστές και δεν ασχολούνται και με αυτούς που προτιμούν να συναινέσουν κατά την εγγραφή για να μπουν στον νυμφώνα της κοινωνικής δικτύωσης, αλλά παράλληλα μπαίνουν στο μπλογκ τους για να καταδικάσουν αυτές τις πρακτικές. Έτσι όμως δεν πετυχαίνουν τίποτε, αλλά διαιωνίζουν το πρόβλημα» τονίζει ο κ. Βασιλάκος.