Επί 18 ημέρες ήμουν στην απομόνωση με το φως συνεχώς ανοικτό. Αυτό με έκανε να ζαλίζομαι. Δεν με έδειραν- η συμπεριφορά τους ήταν σε γενικές γραμμές καλή, με εξαίρεση κάποιες φάπες που έπεσαν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης.


Φυσικά, από τη στιγμή που συλλαμβάνουν κάποιον ξένο ξέρουν ότι πρέπει να συμπεριφερθούν σωστά και όχι όπως συμπεριφέρονται στους δικούς τους. Ξέρω επίσης ότι ο τρόπος τους μαζί μου δεν αντανακλά αυτό που γίνεται στις ιρανικές φυλακές: άκουγα τις φωνές από το ξύλο που έπεφτε στις αίθουσες ανακρίσεων όταν με πηγαινοφέρνανε στους διαδρόμους, ενώ κατά τις μετακινήσεις μου έπρεπε πάντα να φοράω μαντίλι στα μάτια ώστε να μη βλέπω τι γίνεται μέσα στη φυλακή.

Την πρώτη φορά που με συνέλαβαν στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης δεν μου έδειξαν καν ένταλμα. Φοβήθηκα, έκατσα κάτω και αναγκάστηκαν να με τραβήξουν. Τότε άρχισα να φωνάζω στα αγγλικά και στα περσικά «είμαι δημοσιογράφος, κάποιος να ειδοποιήσει την εφημερίδα μου».

Είπαν ότι με συνέλαβαν επειδή είχα μείνει περισσότερο απ΄ όσο διαρκούσε η βίζα μου. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Μου είχαν δώσει βίζα επτά ημερών και την έβδομη ημέρα έφευγα. Βρισκόμουν σε διαρκή επαφή με τις υπαλλήλους του υπουργείου Πολιτισμού και δεν μου είχαν πει- όπως ισχυρίστηκαν μετά – ότι έχουν ακυρώσει τα διαπιστευτήριά μου. Έτσι, την έβδομη ημέρα που έληγε η βίζα κατευθύνθηκα στο αεροδρόμιο και αφού είχα περάσει το σημείο ελέγχου των διαβατηρίων και είχε μπει η σφραγίδα με συνέλαβαν.

Μόνο όταν πήγα στη φυλακή και άρχισαν οι ανακρίσεις κατάλαβα ότι με έχουν πιάσει για κατασκοπεία.

Φιλική ατμόσφαιρα

Μέσα στη φυλακή δεν είχα απολύτως καμία εικόνα για την κατάσταση που επικρατούσε έξω, τις ταραχές και τις διαδηλώσεις. Τα μόνα άτομα που έβλεπα ήταν οι ανακριτές και αυτοί που μου έφερναν το φαγητό. Οι τελευταίοι νόμιζαν αρχικά ότι είμαι Ιρανός ενώ όταν συνειδητοποίησαν ότι είμαι ξένος κατά κάποιον τρόπο τους άρεσε.

Το απόγευμα της Κυριακής που με απελευθέρωσαν για πρώτη φορά με πήγαν κάτω για να πάρω τα ρούχα μου και να βγάλω τη στολή της φυλακής- πάντα με δεμένα τα μάτια- και μου φώναζαν «Ιάσων». Όντως υπήρχε μια φιλική ατμόσφαιρα μαζί τους. Απ΄ ό,τι κατάλαβα τους ένοιαζε πάρα πολύ να δείξουν σε έναν ξένο ότι είναι φιλόξενοι και ότι συμπεριφέρονται καλά. Την ώρα που ήμουν έτοιμος να μπω στην πτήση για το Ντουμπάι την προηγούμενη Κυριακή, αστυνομικοί με τράβηξαν σε ένα «ήσυχο» σημείο του αεροδρομίου, μου είπαν να βγάλω την κάρτα sim από το κινητό και άρχισαν να ψάχνουν ξανά όλα τα πράγματά μου. Όταν τους ρώτησα τι συνέβη γυρνάει ο ένας και μου λέει «συλλαμβάνεσαι». «Πού είναι το ένταλμα;», είπα. «Είναι προφορικό», απάντησε. Μετά ο διευθυντής μου λέει «Όχι, όχι, έχει καθυστερήσει η πτήση σας. Θα σας βάλουμε σε ένα κελί- μην ανησυχείτε είναι η διαδικασία που ακολουθούμε όταν κάποιος απελαύνεται από τη χώρα». Στις τέσσερις τα ξημερώματα της Δευτέρας ξύπνησα από τις προσευχές, που ακούγονται σε ολόκληρο το αεροδρόμιο της Τεχεράνης, και τότε συνειδητοποίησα ότι η πτήση μου δεν είχε καθυστέρηση. Με είχαν κοροϊδέψει.

Αυτό που με έχει ενοχλήσει αφάνταστα είναι οι κατηγορίες ότι έβαλα σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του Ιράν, ότι προκάλεσα τα πλήθη κατά τη διάρκεια αντικυβερνητικών διαδηλώσεων και ότι δεν τίμησα τους κανόνες δημοσιογραφίας της ισλαμικής δημοκρατίας, οι οποίοι απαιτούν κάθε ξένος δημοσιογράφος να συνοδεύεται από έναν ντόπιο «δημοσιογράφο». Όπως όμως ξέρουμε όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι που δουλεύουμε εκεί, η συνοδεία αυτή υπάρχει για να λέει πού πηγαίνεις και τι κάνεις και έχει σχέσεις με τις μυστικές υπηρεσίες. Οι υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού που εξέδωσαν τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα είχαν πει ότι «από τη στιγμή που μιλάς περσικά δεν χρειάζεται να σε συνοδεύει κάποιος». Οπότε είναι άτοπο να με κατηγορούν ότι «δεν τίμησα τους κανόνες της δημοσιογραφίας»- οι ίδιοι οι υπάλληλοί τους μου έδωσαν το πράσινο φως ώστε να μην έχω συνοδεία. Και σίγουρα δεν προκάλεσα τα πλήθη- είναι τρελό να νομίζεις ότι ένας ξένος μπορεί να προκαλεί πλήθη από τη στιγμή που έχεις εκατοντάδες χιλιάδες ατόμων να κατεβαίνουν στους δρόμους κάθε μέρα και να διαδηλώνουν.

Ζητούσαν ομολογία

Μάλιστα, όταν με συνέλαβαν για δεύτερη φορά την προηγούμενη Κυριακή ήθελαν να υπογράψω ομολογία ότι έβαλα σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια του Ιράν- κάτι που δεν δέχθηκα να κάνω λέγοντας ότι «αν πρόκειται να με κατηγορήσετε για αυτό να πάω στη φυλακή και να ξαναμιλήσω με τους ανακριτές μου». Οι οποίοι όταν τελειώσαμε τις 8ωρες ανακρίσεις την προηγούμενη Πέμπτη το βράδυ μου είπαν πως πιστεύουν ότι είμαι αθώος. Όπως έμαθα, αυτός που ήθελε να υπογράψω δεν είχε καν μιλήσει με τους ανακριτές μου.

Ήθελαν τον «ξένο δάκτυλο»

Τώρα που έχει τελειώσει αυτή η υπόθεση πιστεύω ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών του Ιράν λειτουργούσαν κάτω από τρομακτική πίεση ώστε να έχουν «καλές επιδόσεις». Πέρα από το ότι ήλεγχαν καθημερινά τον κόσμο στους δρόμους, στα σπίτια και έκοβαν τη φόρα αυτού του κινήματος με το να πιάνουν ανθρώπους και να τους βάζουν φυλακή, ήθελαν επιπλέον να βρουν και τον «ξένο δάκτυλο». Έτσι, παρακολουθούσαν τα τηλέφωνα όλων των δημοσιογράφων- κι εγώ ήμουν ο μοναδικός που μιλούσε περσικά. Όμως, έχω ζήσει στη χώρα δυόμισι χρόνια, έχω σπουδάσει και όπως είναι φυσικό έχω αρκετούς φίλους εκεί. Έπαιρνα λοιπόν τηλέφωνο τον φίλο μου τον Αμιραλί για παράδειγμα, και του έλεγα: «Τι κάνεις σήμερα; Α, θα πας εκεί… Να πάμε τότε με το αυτοκίνητο μαζί», και άλλα τέτοια. Αυτά θα πρέπει να τους φάνηκαν ύποπτα. Αλλά αν είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους θα είχαν καταλάβει ότι αφού έχω ζήσει στο Ιράν δυόμισι χρόνια κατά πολύ λογικό τρόπο έχω και φίλους με τους οποίους καλύπτω δημοσιογραφικά τις διαδηλώσεις.

Επειδή ανησυχούσα για αυτούς, το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις βγήκα από τη φυλακή- πριν μάλιστα μιλήσω με τους γονείς μου- ήταν να τους πάρω τηλέφωνο, ιδιαίτερα όσους περάσαμε μαζί το διάστημα πριν με συλλάβουν.

Έμαθα λοιπόν ότι το μόνο που υπέστησαν ήταν κάποιες ερωτήσεις από μέλη της ιρανικής υπηρεσίας πληροφοριών. Μέχρι στιγμής κανείς από τους φίλους μου δεν έχει συλληφθεί- και δεν πιστεύω ότι θα γίνει κάτι από τη στιγμή που αθωώθηκα από τους ανακριτές μου.

ΣΤΙΣ ΙΡΑΝΙΚΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ

άκουγα τις φωνές από το ξύλο που έπεφτε στις αίθουσες ανακρίσεων όταν με πηγαινοφέρνανε στους διαδρόμους