Αυτό το γραπτό θέλει να είναι πριν απ΄ όλα έκφραση του συναισθήματος οργής που διακατέχει χιλιάδες, ενήμερους, πολιτικοποιημένους πολίτες, που τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούν ανήμποροι τον εκφυλισμό, τη σπέκουλα, τη δημαγωγία και τον κυνισμό να βασιλεύουν χωρίς αντιστάσεις, χωρίς φραγμούς, χωρίς αιδώ. Είναι σύμπτωμα των καιρών. Κάθε τόσο έρχεται ένα γεγονός, αυτήν τη φορά ιδιαίτερα τραγικό όπως η δολοφονία του μαθητή, για να φωτίσει σαν αστραπή, ξαφνικά και για λίγο, την ευκολία με την οποία μπορεί να οδηγηθεί στο πολιτικό- κοινωνικό ξεχαρβάλωμα αυτή η χώρα. Θάνατος προαγγελθείς, που μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε στον χώρο της ενδημικής βίας ο οποίος ορίζεται από τα Εξάρχεια και το συλημένο άσυλο των όμορων πανεπιστημιακών κτιρίων.

Δεν θα μιλήσω για την πολιτική κρίση, τη βλέπουμε. Μια κυβέρνηση που έχει πάψει να κυβερνά αφήνοντάς μας να δούμε τη φθορά που έχει προκαλέσει στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών. Μια διαχείριση της κρίσης από αθεράπευτα ενοχικούς δεξιούς που αισθάνονται ανεπανόρθωτα «εγγονοί του Γκοτζαμάνη». Ένα κομματικό σύστημα που οργάνωσε εννέα ξεχωριστές διαδηλώσεις μέσα σε τρεις ημέρες για να «τιμήσει» τον νεκρό. Σαν η τιμή να ήταν συλλυπητήριο μπιλιέτο που το υπογράφει ο καθένας μόνος του. Η μικροκομματική πολιτική τεμάχισε ώς και την κοινωνική συγκίνηση.

Αυτό που ζήσαμε και ζούμε δεν είναι επίπτωση της κρίσης. Προηγείται της κρίσης. Είναι το κύμα ενός «τσουνάμι» που έχει ως επίκεντρο την κρίση αυθεντίας των κεντρικών θεσμών που ξεφτιλίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Ο ένας μετά τον άλλον. Δικαστικό σύστημα, Εκκλησία, Πανεπιστήμια και Δημόσια Εκπαίδευση, Κοινωνικές Υπηρεσίες. Μαζί φυσικά και το πολιτικο-κομματικό-μιντιακό σύστημα, όπως και η κρατούσα ιδεολογία της ιστορικής Αριστεράς. Οτιδήποτε δηλαδή μπορούσε να παραγάγει κυβερνησιμότητα, ασφάλεια και προσανατολισμό. Το κύμα λοιπόν έφτασε και πλημμύρισε όλους τους πόρους μιας κοινωνίας που ζει σε συνθήκες υποβόσκουσας έντασης. Όχι γιατί φτώχυνε ξαφνικά ή γιατί βίωσε μια δυσβάστακτη όξυνση των ανισοτήτων. Δεν ζούμε το ξέσπασμα μιας τέτοιας κοινωνίας. Η ένταση πηγάζει από τη διαίσθηση του εύθραυστου της ευμάρειας, από την εμπειρία μιας πραγματικής ή την αγωνία μιας πιθανής καταναλωτικής- κοινωνικής υποβάθμισης, από το βίωμα μικρών προς το παρόν «ταξικών εκπεσμών» και οπωσδήποτε από το μπλοκάρισμα της ανοδικής κινητικότητας για τους πολλούς. Από τη συνειδητοποίηση ότι η συναίνεση που όλοι δώσαμε στον συνδυασμό ιδιωτικού πλουτισμού και δημόσιας φτώχειας, γυρνάει τώρα και μας εκδικείται.

Το κύμα έφτασε και στο εσωτερικό της ελληνικής οικογένειας. Εκεί όπου ώς τώρα εξομαλύνονται οι μεγάλες οικονομικέςκοινωνικές αντιφάσεις του «μοντέλου ανάπτυξης». Εξομαλύνονται τρόπος του λέγειν. Στην ουσία πρόκειται για έναν «διαγενεακό συμβιβασμό» που έχει επιτευχθεί εις βάρος των νέων. Οι νέοι στερούνται επί μακρόν τα μέσα αυτονόμησής τους από τους γονείς (εργασία, ικανοποιητική εκπαίδευση, υποστηρικτικές κοινωνικές πολιτικές) και οι γενιές των γονέων «ανταποδίδουν» με την παράταση της «προστασίας». Για το μεγαλύτερο μέρος των χαμηλών- μεσαίων στρωμάτων, πρόκειται για την παράταση μιας επίπλαστης συμμετοχής στην καταναλωτική κοινωνία με άγνωστο μέλλον. Το μεγαλύτερο όμως κόστος που πληρώνουν οι νέοι δεν είναι οικονομικό- κοινωνικό αλλά ψυχολογικό. Η κοινωνία των «μεγάλων» τους στερεί τη δυνατότητα ομαλής ενηλικίωσης, τους δίνει προσδοκίες χωρίς ρεαλισμό, δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, κατανάλωση χωρίς μόχθο, αυταπάτες επιλογών χωρίς οριοθετήσεις. Αν οι νέοι καταλάβαιναν το κόστος που πληρώνουν στον «διαγενεακό συμβιβασμό» με την παράταση της εξάρτησης, θα εξοργίζονταν πραγματικά. Σε πείσμα της διάχυτης «νεολαγνείας», το «κίνημα» που βλέπουμε σήμερα δεν εκφράζει ούτε πηγάζει από αυτήν τη δύσκολη νεολαιίστικη κατάσταση. Πρόκειται για την κοινωνικοπολιτική παθογένειά του. Θα ήταν μακροπρόθεσμα δραματικό οι νεώτερες γενιές των Γυμνασίων και των Λυκείων να πολιτικοποιηθούν με βάση τους κώδικες των Εξαρχείων και των «μπαχαλάκηδων», θεωρώντας ότι έτσι θα αποκαταστήσουμε τρόπους επικοινωνίας και μελλοντικού επηρεασμού. Το βλέπουμε ήδη μπροστά μας. Θέλουμε να «πολιτικοποιήσουμε» μια γενιά με την εντύπωση ότι το Κράτος είναι το Αστυνομικό Τμήμα; Ότι η πεμπτουσία της πολιτικής είναι το απολίτικο, σχεδόν φασιστικό «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»;

Ζούμε το ξέσπασμα μιας πολιτικά πληγωμένης κοινωνίας που έχει συσσωρεύσει εντάσεις πριν ακόμα από την κρίση. Προτού επανέλθουμε στην πολιτική ρουτίνα, προτού υποταχτούμε και πάλι στους απατεώνες λαϊκιστές των μίντια που ντύθηκαν την προβιά του «αντιεξουσιαστή», ας εκμεταλλευτούμε το πρόσκαιρο φως της αστραπής για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του ξεχαρβαλώματος και το κόστος της γενικευμένης δημαγωγίας. Γιατί έρχονται πιο δύσκολοι καιροί, καθώς μόλις τώρα μας αγγίζουν οι επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης. Παρά το αριστερό στερεότυπο, συχνά οι κρίσεις λειτουργούν «πειθαρχικά», επιβεβαιώνουν την ισχύ των ισχυρών και την αδυναμία των αδύναμων. Τα δραματικά γεγονότα μάς έδειξαν μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, πόσο αναγκαίο είναι να ανοίξουμε τον «φάκελο νεολαία» μαζί με τον «φάκελο φτώχεια» και ένα αξιοπρεπές ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ως «κάτω όριο» στο κοινωνικό κόστος της κρίσης.

Τουλάχιστον έτσι δεν θα πάει χαμένο το πένθος, οι καταστροφές και η οργή της ανημπόριας μιας συντριπτικής κοινωνικής πλειοψηφίας.

Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

ΘΑ ΗΤΑΝ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΑ

δραματικό οι νεώτερες γενιές των Γυμνασίων και των Λυκείων να πολιτικοποιηθούν με βάση τους κώδικες των Εξαρχείων και των «μπαχαλάκηδων», θεωρώντας ότι έτσι θα αποκαταστήσουμε τρόπους επικοινωνίας και μελλοντικού επηρεασμού