Ο πυρετός είναι ένα από τα συμπτώματα που τρομάζει περισσότερο τους γονείς,

αλλά μπορεί να αντιμετωπισθεί τόσο με φυσικά μέσα όσο και με φαρμακευτική

αγωγή – συχνότερα, όμως, και αποτελεσματικότερα, με τον συνδυασμό των δύο. Στα

φυσικά μέσα, που συνιστώνται για όλα τα παιδιά, συμπεριλαμβάνονται ο αερισμός

του δωματίου (ιδεώδης θερμοκρασία δωματίου 20-22 βαθμοί Κελσίου), η αφαίρεση

των ενδυμάτων του παιδιού (να μείνει με ένα φανελάκι), τα χλιαρά επιθέματα και

το μπάνιο για 20 έως 30 λεπτά (και όχι απλά να βρέχουμε το παιδί και να το

σκουπίζουμε αμέσως, όπως συνηθίζεται). Το μπάνιο μπορεί να επαναλαμβάνεται, αν

είναι ανάγκη, κάθε 3 έως 4 ώρες και να γίνεται με χλιαρό νερό και όχι κρύο ή

ζεστό, διότι το κρύο νερό προκαλεί αγγειοσύσπαση στο δέρμα και μπορεί να

προκαλέσει ρίγος, ενώ το ζεστό αυξάνει τη θερμοκρασία και κατ’ επέκτασιν τον

πυρετό. H εντριβή με οινόπνευμα που συνηθιζόταν παλιά και η προσθήκη

οινοπνεύματος στο νερό του μπάνιου όχι μόνον δεν ωφελούν, αλλά βλάπτουν:

τέτοιο μπάνιο μπορεί να προκαλέσει απότομη υποθερμία ή δηλητηρίαση από τις

αναθυμιάσεις του οινοπνεύματος, αλλά και πιθανό βρογχόσπασμο σε παιδιά με

ασθματικές κρίσεις. Αντίθετα, το χλιαρό μπάνιο και τα χλιαρά επιθέματα βοηθούν

το δέρμα να είναι δροσερό, ρίχνοντας έτσι τον πυρετό. Τα αντιπυρετικά, από την

άλλη πλευρά, χορηγούνται αναλόγως με το επίπεδο του πυρετού αλλά και την

ηλικία του παιδιού, με τη δόση να εξαρτάται από το βάρος του παιδιού και το

είδος του αντιπυρετικού που έχει συστήσει ο γιατρός. Ο γενικός κανόνας είναι

ότι στα μικρότερα παιδιά δίνουμε αντιπυρετικά φάρμακα σε πιο χαμηλές

θερμοκρασίες απ’ ό. τι στα μεγαλύτερα (στις ηλικίες άνω των 8 ετών λ.χ.

δίνουμε αντιπυρετικά μόνον όταν ο πυρετός ξεπερνά τους 38,5 βαθμούς Κελσίου),

επειδή στα μικρά παιδιά υπάρχει ο φόβος των πυρετικών σπασμών.

H Πόπη Αναστασέα-Βλάχου είναι επίκουρη καθηγήτρια Παιδιατρικής του

Πανεπιστημίου Αθηνών