Οι χειρουργικές μέθοδοι αφαιρέσεως του καταρράκτη αποτελούν τις πλέον συχνές

και επιτυχημένες επεμβάσεις της σύγχρονης χειρουργικής επιστήμης. Οι επιπλοκές

τους είναι σπάνιες, αλλά δυνητικά υπαρκτές, όπως σε κάθε επέμβαση. Οι

παράγοντες που καθορίζουν την εμφάνιση τέτοιων επιπλοκών σχετίζονται συνήθως

με την ιδιαιτερότητα του καταρράκτη (υπερώριμος σκληρός), με τη συνύπαρξη

άλλων οφθαλμικών παθήσεων (γλαύκωμα, παθήσεις κερατοειδούς, αμφιβληστροειδούς,

ιριδοκυκλίτιδα) και με την εμπειρία του χειρουργού. Είναι σημαντικό να

τονίσουμε ότι επειδή ο φακός αποτελεί το μέσον με τη μεγαλύτερη διαθλαστική

δύναμη στο μάτι, οι εγχειρήσεις για τον καταρράκτη μπορούν ταυτοχρόνως να

θεραπεύσουν διαφόρων βαθμών μυωπίες, υπερμετρωπίες, αστιγματισμούς και

πρεσβυωπίες, επειδή κατά την εκτέλεσή τους τοποθετείται στο μάτι κατάλληλος

για κάθε ασθενή τεχνητός οφθαλμικός φακός (ενδοφακός). Τρεις είναι οι

σύγχρονες χειρουργικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σήμερα για την

αντιμετώπιση του καταρράκτη. H πρώτη είναι η εξωπεριφακική (αφαιρείται το

σύνολο του φυσικού κρυστάλλινου φακού του ματιού και τοποθετείται στη θέση ο

ενδοφακός), η οποία γίνεται όταν ο καταρράκτης είναι πολύ προχωρημένος. H

δεύτερη είναι η φακοθρυψία με υπερήχους (θρυμματίζεται το θολωμένο σώμα του

κρυσταλλικού φακού και τοποθετείται στη θέση του τεχνητός ενδοφακός). Και η

τρίτη η φωτόλυση με λέιζερ (όμοια με τη φακοθρυψία, αλλά αντί για υπερήχους

χρησιμοποιείται λέιζερ), η οποία εφαρμόζεται μόνο σε σχετικά πρώιμους

καταρράκτες. H πλέον εξελιγμένη και διαδεδομένη τεχνική είναι η φακοθρυψία, η

οποία παρέχει τη δυνατότητα άμεσης αποκατάστασης της όρασης, δεν απαιτεί

ράμματα, γίνεται με τοπική αναισθησία, και έχει μικρή διάρκεια και πολύ

σύντομο χρόνο ανάρρωσης. Ας σημειωθεί ότι η πλειονότητα των ασθενών που ζητούν

«αφαίρεση του καταρράκτη με λέιζερ» δεν αναφέρονται στη φωτόλυση, αλλά στη

φακοθρυψία με υπερήχους.

Ο Ιωάννης M. Ασλανίδης είναι επίκουρος καθηγητής της Οφθαλμολογίας στο

Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στη Νέα Υόρκη.