Ο Vincent Ρ. Crawford είναι καθηγητής (Distinguished Professor) στο

Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου san Diego της Καλιφόρνιας,

εκλεγμένο μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών και

συγκαταλέγεται στους κορυφαίους οικονομολόγους σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο

καθηγητής Crawford είναι, επίσης, co-editor του διεθνούς περιοδικού «American

Economic Review» και associate editor του διεθνούς περιοδικού «Econometrica».

Αν και τα Πειραματικά Οικονομικά υφίστανται ως κλάδος της Οικονομικής

Επιστήμης εδώ και πολλά χρόνια, λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν

πραγματικά περί τίνος πρόκειται.

Στα Οικονομικά, η θεωρία και η εμπειρική δουλειά αλληλοσυμπληρώνονται, με την

έννοια ότι η εμπειρική δουλειά «ελέγχει» τη θεωρία παρέχοντας εκτιμήσεις

παραμέτρων που σχετίζονται με τη συμπεριφορά, κάτι που η θεωρία δεν μπορεί να

κάνει από μόνη της. H εμπειρική δουλειά βασίζεται σε δεδομένα του

συγκεκριμένου αντικειμένου· ωστόσο, η στροφή – κατά τα τελευταία 30 χρόνια –

προς υποδείγματα όπου οι άνθρωποι έχουν διαφορετική πληροφόρηση και

αλληλεπιδρούν με τρόπους που δεν μπορούν να περιγραφούν από τη θεωρία των

ανταγωνιστικών αγορών έχει αυξήσει τη σημασία των εργαστηριακών πειραμάτων.

Ένα από τα πρώτα και πολύ γνωστά παραδείγματα είναι η κλασική θεωρία της

συμπεριφοράς σε μεμονωμένες αγορές – του Vernon Smith – που δημοσιεύθηκε το

1962 στο περιοδικό «Journal of Political Economy» και για την οποία ο Smith

έλαβε το βραβείο Νόμπελ στα Οικονομικά το 2002. Άλλο ένα από τα πρώτα

παραδείγματα εφαρμογής πειραματικών μεθόδων για την ανάλυση ατομικών αποφάσεων

είναι η εργασία του Ανδρέα Παπανδρέου (μαζί με άλλους συναδέλφους) με τίτλο «Α

Test of a Stochastic Theory of Choice», το 1957 (University of California

Press).

Τα πειράματα χρησιμοποιούνται σήμερα με αυξανόμενη συχνότητα, προκειμένου να

αναπτύξουν και να βελτιώσουν τη λειτουργία των δημόσιων και ιδιωτικών

οργανισμών, ειδικά στις περιπτώσεις που η θεωρία είναι ανεπαρκής για να

αποτελέσει έναν αξιόπιστο οδηγό. Για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκαν πειράματα

ώστε να συνεισφέρουν στον σχεδιασμό των δημοπρασιών για τις συχνότητες στις

οποίες λειτουργούν τα μέσα προσωπικής ηλεκτρονικής επικοινωνίας (π.χ. κινητά

τηλέφωνα) της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου των ΗΠΑ. H πρώτη εφαρμογή τού

σχεδιασμού αυτού απέφερε στις ΗΠΑ 18 δισ. δολάρια.

Πού συναντάμε τη Θεωρία Παιγνίων στην καθημερινή μας ζωή; Τι

νομίζετε ότι έλειπε από τον χαρακτηρισμό της στρατηγικής συμπεριφοράς,

όπως ορίστηκε αρχικά;

H Θεωρία Παιγνίων εξετάζει τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι παίρνουν

αλληλοεξαρτώμενες αποφάσεις, οι συνέπειες των οποίων εξαρτώνται από τις

αποφάσεις που παίρνουν οι άλλοι. Επομένως, οι καλές αποφάσεις βασίζονται,

συχνά, στις προβλέψεις για τις αποφάσεις των άλλων και πρέπει να λαμβάνουν

υπόψη ότι και οι άλλοι μπορεί να σκέπτονται με τον ίδιον τρόπο.

Εφαρμογές συναντάμε σχεδόν παντού στηη καθημερινή μας ζωή: από την απόφαση για

το πώς να αποφύγεις ένα ταξί την ώρα που διασχίζεις τον δρόμο, μέχρι τις πολύ

σημαντικές αποφάσεις διοίκησης επιχειρήσεων και κυβερνήσεων. Για παράδειγμα,

όταν η Microsoft ήλθε αντιμέτωπη με τον ανταγωνισμό τής Netscape, πριν από

μερικά χρόνια, προσπάθησε να «προλάβει» την είσοδό της αντιγράφοντας τα

χαρακτηριστικά πλοήγησης της Netscape με το δικό της πρόγραμμα πλοήγησης στο

Διαδίκτυο. Επειδή και οι δύο διαδικασίες εξελίσσονταν ταυτόχρονα, οι

προγραμματιστές και των δύο εταιρειών έπρεπε να κάνουν… υποθέσεις, με βάση

τις γνώσεις τους για τα χαρακτηριστικά που θα είχε το άλλο πρόγραμμα. Ο τρόπος

με τον οποίον αποφάσισαν τι έπρεπε να κάνουν, απαιτεί παιγνιοθεωρητική

ανάλυση.

H παραδοσιακή Θεωρία Παιγνίων χρησιμοποιεί την έννοια της ισορροπίας (Nash) –

παίρνοντας το όνομά της από τον John Nash, ο οποίος κέρδισε το βραβείο Νόμπελ

στα Οικονομικά το 1994 και αναγορεύθηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου

Αθηνών το 2000 – κατά την οποίαν κάθε άνθρωπος παίρνει την απόφαση που είναι η

καλύτερη γι’ αυτόν, δεδομένων των επιδιώξεών του και των αποφάσεων των άλλων.

Εμμέσως, η «ισορροπία» υποθέτει ότι κάθε άνθρωπος διαθέτει ένα τέλειο

υπόδειγμα πρόβλεψης της συμπεριφοράς τού άλλου, οι προβλέψεις του οποίου –

στατιστικά τουλάχιστον – είναι σωστές, όπως στην έννοια της «ισορροπίας» των

ορθολογικών προσδοκιών στη Μακρο-οικονομική. H ισορροπία είναι ένα δυνατό και

χρήσιμο… εργαλείο, στις περιπτώσεις που οι άνθρωποι έχουν προηγούμενη

εμπειρία από ανάλογα παίγνια.

Είστε διευθυντής του Εργαστηρίου Πειραματικών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο

του Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας. Τι ακριβώς κάνετε στο Εργαστήριο;

Το μεγαλύτερο μέρος της πρόσφατης δουλειάς μου έχει να κάνει με το πεδίο της

Θεωρίας Παιγνίων που καλείται Συμπεριφορική Θεωρία Παιγνίων, και η οποία

συνδυάζει τη θεωρία με εμπειρικές – κυρίως πειραματικές – αποδείξεις για τη

στρατηγική συμπεριφορά, ώστε να παραχθεί μία γενικότερη και πιο χρήσιμη

θεωρία. Ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς αυτής χρησιμοποιεί εργαστηριακά

πειράματα που συγκεντρώνουν εμπειρικά στοιχεία, ώστε να προβλέπεται καλύτερα η

δομή των ανθρωπίνων αποφάσεων.

Στο εργαστήριό μας (δυναμικότητας 18 – 24 «αντικειμένων»), τα «αντικείμενα»

συγκεντρώνονται και παίρνουν αποφάσεις, στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου

περιβάλλοντος που έχει περιγραφεί με ακρίβεια.

Τι αποτελέσματα δίνουν τα πειράματά σας για τη συμπεριφορά και τη

στρατηγική σκέψη των «πραγματικών» ανθρώπων;

Σε συνεργασία με τον πρώην φοιτητή μου Miguel Costa-Gomes, που τώρα βρίσκεται

στο Πανεπιστήμιο York στο H.B., έχουμε σχεδιάσει και διεξαγάγει πειράματα που

δείχνουν με απόλυτη ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίον οι άνθρωποι προβλέπουν

τις αντιδράσεις των άλλων σε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Βρήκαμε ότι κάποιες από

τις αντιδράσεις τους δεν μπορούν να περιγραφούν από την «ισορροπία». Ωστόσο,

σε πιο πολύπλοκα παίγνια, οι αποφάσεις των ατόμων αποκλίνουν συστηματικά από

την «ισορροπία». Αναπτύξαμε πρόσφατα ένα υπόδειγμα (αρχικά προτεινόμενο από

άλλους) που καλείται level-k-model, το οποίο προβλέπει, πότε οι αποφάσεις των

ανθρώπων συμπίπτουν με την «ισορροπία» και το πώς θα αποκλίνουν, όταν

αποκλίνουν.

Θα λέγατε ότι τα Πειραματικά Οικονομικά και η πειραματική Θεωρία

Παιγνίων, είναι πιο σημαντικά από τις ίδιες τις θεωρίες;

Ναι, με την έννοια ότι αποτελούν εργαλεία (όπως η Οικονομετρία), τα οποία

μπορούν να αλλάξουν τα πάντα στα Οικονομικά, πέρα και πάνω από τα πεδία στα

οποία χρησιμοποιήθηκαν αρχικά.

Πώς το level-k-model επεκτείνει τη Θεωρία Παιγνίων

Στην πρόσφατη διάλεξή του στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου

Πελοποννήσου, ο καθηγητής Crawford μίλησε για το level-k-model.

Τον ρωτήσαμε με ποιον τρόπο επεκτείνει τη Θεωρία Παιγνίων και τι

συμπεράσματα βγαίνουν:

Το level-k-model γενικεύει την έννοια της «ισορροπίας», ώστε να μπορεί να

περιγράφει καλύτερα τις αρχικές αντιδράσεις των ανθρώπων σε μια ευρύτερη γκάμα

καταστάσεων. Το χρησιμοποιούμε, τόσο για να αναλύσουμε τα δεδομένα από τα

πειράματά μας όσο και για τα «αινίγματα» των οικονομικών και κοινωνικών

επιστημών, τα οποία δεν επιδέχονται ανάλυση με βάση την ισορροπία.

Σημειώστε την παραπομπή που αφορά στον δηλητηριασμό του Ουκρανού υποψηφίου για

την προεδρία (και προέδρου σήμερα) Viktor Yushchenko: «Κάθε κυβέρνηση που

θέλει να σκοτώσει έναν αντίπαλο… δεν θα το έκανε σε μια συνάντηση με

κυβερνητικούς αξιωματούχους». Το επιχείρημα αυτό αποτυπώνει την κοινή

στρατηγική διαίσθηση, που είναι συνεπής με την «ισορροπία»: αν οι αστυνομικοί

επιθεωρητές σκέφτονταν με αυτόν τον τρόπο, η συνάντηση με τους κυβερνητικούς

αξιωματούχους θα ήταν ακριβώς η κατάλληλη στιγμή για την κυβέρνηση να

προσπαθήσει να σκοτώσει τον αντίπαλο. H ανάλυσή μας δείχνει πως το

level-k-model εξηγεί ότι τόσο το σκεπτικό της στρατηγικής του χωρίου όσο και ο

κατάλληλος τρόπος δηλητηριασμού του Yushchenko – ή, ακόμα πιο σημαντικό, ο

τρόπος σύλληψης των υπευθύνων – καθορίζεται από αντιλήψεις περί στρατηγικής

συμπεριφοράς, όπως εκφράζονται στην παραπομπή.

Άλλο παράδειγμα είναι η ανάλυση για την απόφαση των Συμμάχων του B’ Παγκοσμίου

Πολέμου να εισβάλουν στην Ευρώπη την D-Day, από τη Νορμανδία ή το Καλαί, και

τις συνακόλουθες προσπάθειές τους να ξεγελάσουν τους Γερμανούς για τον τόπο

της εισβολής, στην εργασία μου στο American Economic Review (2003).