Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών

Ευάγγελος Αβέρωφ με τους Τούρκους ομολόγους τους Ατνάν Μεντερές και Φατίν

Ζορλού. Από τις ελληνοτουρκικές συνομιλίες στο Ντόνλτερ Γκραντ Οτέλ της

Ζυρίχης, τον Φεβρουάριο του 1959

O ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ και η αντιπαράθεση εξαιτίας του Κυπριακού ανάμεσα

στην Ελλάδα, την Αγγλία και την Τουρκία αποδυνάμωνε την ανατολική πτέρυγα του

ΝΑΤΟ σε μια περίοδο κορύφωσης του Ψυχρού Πολέμου. Γι’ αυτό ο γενικός

γραμματέας της Συμμαχίας, Βέλγος πολιτικός Πολ Ανρί Σπάακ πήρε την πρωτοβουλία

για συμβιβασμό ανάμεσα στις τρεις εμπλεκόμενες στο Κυπριακό ΝΑΤΟϊκές χώρες και

επίτευξη προσωρινής ρύθμισης. Το σχέδιο Σπάακ προνοούσε ένα επταετές

μεταβατικό στάδιο και την αναζήτηση την περίοδο αυτή μιας λύσης με αποκλεισμό

της ένωσης και της διχοτόμησης. Στη μεταβατική περίοδο θα λειτουργούσε ένα

υπουργικό συμβούλιο με ελληνική πλειοψηφία. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας

Κωνσταντίνος Καραμανλής αποδέχτηκε την πρωτοβουλία Σπάακ για συζήτηση του

σχεδίου στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, αλλά η όλη κίνηση υπονομεύθηκε από την

αμερικανική και την αγγλική διπλωματία που επέμεναν να τεθούν στο τραπέζι των

διαπραγματεύσεων τόσο το σχέδιο Σπάακ όσο και το διχοτομικό σχέδιο Μακμίλαν

που είχε προτείνει η Αγγλία και είχε απορρίψει η ελληνική πλευρά. Ήταν πια

φανερή η πρόθεση των αγγλοαμερικανών να ικανοποιήσουν την Τουρκία κα να

επιβάλουν το σχέδιο Μακμίλαν, ακόμη και με άρνηση της Ελλάδας. Οι πιέσεις του

ΝΑΤΟ και των Αμερικανών ανάγκασαν την κυβέρνηση Καραμανλή να αναζητήσει

διεξόδους έντιμου συμβιβασμού.

Απόλυτη μυστικότητα

Τον Δεκέμβριο του 1958 η Ελλάδα επανέφερε το Κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του

ΟΗΕ. Στο περιθώριο της Συνέλευσης και στη διάρκεια των διαβουλεύσεων με τις

διάφορες αντιπροσωπείες ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ,

επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας συναντήθηκε με τον Τούρκο ομόλογό του

Φατίν Ζορλού. Οι δύο υπουργοί συμφώνησαν στην έκδοση μίας γενικής και ανώδυνης

απόφασης και αποφάσισαν να συνεχίσουν με την πρώτη ευκαιρία τις επαφές τους

για συζήτηση του Κυπριακού και εξεύρεση αμοιβαίας αποδεκτής λύσης. Οι επαφές

κρατήθηκαν σε απόλυτη μυστικότητα. Ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα

διαμορφώθηκε ένας εμπιστευτικός μηχανισμός διαβουλεύσεων με μεσολαβητή τον

Έλληνα πρέσβη στην τουρκική πρωτεύουσα Γεώργιο Πεσμαζόγλου. Ο Πεσμαζόγλου είχε

σταλεί ως πρεσβευτής εκ προσωπικοτήτων στην Τουρκία το 1957 με στόχο την

επίτευξη συμβιβασμού στο Κυπριακό με άξονα τη δεσμευμένη ανεξαρτησία. Όπως ο

ίδιος αναφέρει στα απομνημονεύματα οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν με δυσπιστία κάθε

ελληνική πρωτοβουλία καταλογίζοντας στην ελληνική κυβέρνηση υπαναχώρηση και

εξαπάτησή τους αναφέροντας ότι «τον Οκτώβριον του 1956 ο Αβέρωφ είχε

δεχτεί την λύσιν της διχοτομήσεως την οποίαν τώρα απέκρουε, μετ’

αγανακτησεως». Ο τότε πρεσβευτής της Τουρκίας στην Ελλάδα Ικσέλ

υποστήριξε ότι σε συνάντησή του με τον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών, ο Ευάγγελος

Αβέρωφ είχε εκφράσει σκέψεις «περί διχοτομήσεως της νήσου και

προσαρτήσεως του μεγαλυτέρου μέρους αυτής εις την Ελλάδα, του δε

υπολοίπου εις την Τουρκίαν». Όταν αυτό έγινε γνωστό ο Αβέρωφ

ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για παρανόηση και παρεξήγηση. Ο Πεσμαζόγλου με τη

συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης άρχισε να προωθεί από τον Ιούλιο του 1957

την ιδέα της ανεξαρτησίας. Σε σύσκεψη μάλιστα υπό την προεδρία του K.

Καραμανλή στις 15 Ιουλίου 1957 στην οποία μετείχαν ο υπουργός και ο υφυπουργός

Εξωτερικών και ανώτεροι διπλωμάτες αποφασίστηκε να προταθεί από ελληνικής

πλευράς μια τρίτη λύση πέραν από την ένωση και τη διχοτόμηση, την οποία θα

προωθούσε ο Έλληνας πρεσβευτής στην Άγκυρα. «Προκαλούμενος

να υποστηρίξω ότι τοιαύτη λύσις θα ήτο η ανεξαρτησία της νήσου με

Σύνταγμα διά του οποίου θα απεκλείετο και η ένωσις και διχοτόμησις»,

σημειώνει ο Γ. Πεσμαζόγλου. H πληροφορία αυτή ανατρέπει την καθιερωμένη

εκτίμηση ότι η ιδέα της ανεξαρτησίας πρωτοεκφράσθηκε κατά τη συνέντευξη του

Μακαρίου με την Αγγλίδα βουλευτή Μπάρμπαρα Κασλ του Εργατικού Κόμματος, στις

16 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, για την οποία κατηγορήθηκε έντονα ότι δήθεν

πρώτος εγκατέλειψε την ιδέα της ένωσης.

Στο Παρίσι

Στις 11 Δεκεμβρίου 1958 οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας

συναντήθηκαν στο Παρίσι με την ευκαιρία της συνόδου των υπουργών Εξωτερικών

του ΝΑΤΟ. H συνάντηση αυτή είχε την υποστήριξη της Αγγλίας και την εύνοια της

Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Οι μυστικές διαβουλεύσεις ανάμεσα στους δύο υπουργούς, Αβέρωφ και Ζορλού, στις

οποίες μετείχαν μόνο πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης των δύο υπουργών

Εξωτερικών, κατέληξαν στο τέλος Ιανουαρίου 1959 σε μια προκαταρτική συμφωνία,

στην οποία συγκατένευσε και η αγγλική κυβέρνηση. H συμφωνία περιελάμβανε τα

ακόλουθα:

1. Αποκλεισμό της ένωσης και της διχοτόμησης και ίδρυση ανεξάρτητου

κράτους στην Κύπρο.

2. Διατήρηση και λειτουργία αγγλικών βάσεων στο νησί.

3. Το κυπριακό κράτος θα είχε Έλληνα πρόεδρο και Τούρκο αντιπρόεδρο, με

δικαίωμα αρνησικυρίας (veto).

4. Λειτουργία ενιαίας Βουλής με αντιπροσώπους από τις δύο κοινότητες

και δύο ξεχωριστών κοινοτικών συνελεύσεων.

5. Εγγύηση της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας του νέου κράτους από

τις τρεις ενδιαφερόμενες χώρες.

6. Σύναψη συνθήκης συμμαχίας ανάμεσα στις τρεις χώρες και το νέο

κυπριακό κράτος.

H ελληνική πλευρά θεώρησε τους όρους της συμφωνίας ικανοποιητικούς επειδή

πέτυχε να δεχθεί η Τουρκία αποκλεισμό της διχοτόμησης, να περιορίσει τις

απαιτήσεις που περιελάμβαναν ίση συμμετοχή στη διοίκηση και την αστυνομία, να

εγκαταλείψει την απαίτηση για λειτουργία τουρκικής στρατιωτικής βάσης και να

μην επιμείνει στον αποκλεισμό του νέου κράτους από τον ΟΗΕ. Με την

προκαταρτική συμφωνία διαφώνησε έντονα ο Έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο

Γεώργιος Σεφεριάδης (σ.σ.: ο ποιητής Γεώργιος Σεφέρης) που με επιστολή του

στον Αβέρωφ προειδοποίησε ότι η λύση παρέδιδε την Κύπρο ως ενέχυρο στα χέρια

των Τούρκων και ότι το νέο καθεστώς ήτο «μεταβατικόν, προς

τον διαμελισμόν». Τόνιζε ακόμη ότι «η δικλείς περιέρχεται εις

χείρας των Τούρκων: η διχοτόμησις προετοιμάζεται ως ώριμος

καρπός (διεθνείς τίτλοι, χωρισμός των δύο πληθυσμών,

ουδείς συγχωνευτικός θεσμός αναλογίας)». Ο Αβέρωφ απάντησε ότι η

λύση απέτρεπε τη διχοτόμηση την οποία η Τουρκία θα μπορούσε να επιβάλει μόνο

«δι’ ανοικτής εισβολής αντίθετα προς τας συνθήκας και προς όλον τον

κόσμον… Συζητούμε δηλαδή επί ανύπαρκτων υποθέσεων».

Κυπριακοί δισταγμοί

Οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας αποφάσισαν αφού κατέληξαν σ’ ένα

προκαταρτικό σχέδιο λύσης, να πραγματοποιηθεί συνάντηση κορυφής για την

επισημοποίηση της συμφωνίας. H συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο Ντόνλτερ Γραντ

Οτέλ της Ζυρίχης από τις 6 μέχρι τις 11 Φεβρουαρίου 1959. Συμμετείχαν από

ελληνικής πλευράς ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο υπουργός

Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ, ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας στον ΟΗΕ

Ξανθόπουλος-Παλαμάς και ως υπηρεσιακοί παράγοντες οι έμπιστοι του Αβέρωφ στο

υπουργείο Δημήτρης Μπίτσιος και Άγγελος Βλάχος, ο πρεσβευτής στην Άγκυρα

Γεώργιος Πεσμαζόγλου, ο συνταγματολόγος Γ. Χριστόπουλος και οι διπλωματικοί

Άννινος Καβαλλιεράτος και ο X. Ζαχαράκης. Από την τουρκική πλευρά προσήλθαν ο

πρωθυπουργός Ατνάν Μεντερές, ο υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ζορλού, ο γενικός

γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών Εζεμπέλ, ο βοηθός του Ζεκί Κιουνεράλπ, οι

πρεσβευτές στην Αθήνα και το Λονδίνο Βεργκίν και Μουχάρεμ και ο

συνταγματολόγος Νιχάτ Ερίμ, ο αρχιτέκτονας της τουρκικής πολιτικής στο

Κυπριακό. H αγγλική κυβέρνηση, που είχε ουσιαστικά καθορίσει το πλαίσιο στο

οποίο έπρεπε να κινηθούν οι συνομιλίες, απέφυγε οποιαδήποτε επίσημη εμπλοκή

στη Ζυρίχη και άφησε την ευθύνη της τελικής συμφωνίας στις δύο μητέρες

πατρίδες, που επωμίζονταν και την ευθύνη επιβολής της. Από τις συνομιλίες

αποκλείστηκαν οι ηγεσίες των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου αλλά και καθ’

ύλην αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Ανάμεσά τους ο πρεσβευτής της Ελλάδας

στο Λονδίνο Γεώργιος Σεφεριάδης, που εθεωρείτο ως φίλα διακείμενος στον

Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τους Κυπρίους. Οι διαβουλεύσεις και οι συνομιλίες

παρέμειναν σ’ ένα κλειστό κύκλο έμπιστων παραγόντων των δύο κυβερνήσεων. Στη

διάρκεια των συζητήσεων δεν κρατήθηκαν πρακτικά αλλά οι δύο αντιπροσωπείες

συζήτησαν για πολλές ώρες σημείο προς σημείο το προκαταρτικό σχέδιο και στις

11 Φεβρουαρίου κατέληξαν σ’ ένα τελικό πλαίσιο λύσης. Το μεσημέρι της ίδιας

μέρας οι δύο πρωθυπουργοί μονόγραψαν τη συμφωνία και ήπιαν σαμπάνια ευχόμενοι

επιτυχία. Αυθημερόν οι υπουργοί της Ελλάδας κα της Τουρκίας ταξίδεψαν στο

Λονδίνο για συζήτηση και ολοκλήρωση της συμφωνίας με τον Άγγλο ομόλογό τους.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1959 υπογράφτηκαν στο Λονδίνο, παρά τους δισταγμούς της

κυπριακής αντιπροσωπείας και τις διαφωνίες πολλών μελών της, τα τελικά κείμενα

των συμφωνιών. Την Κυριακή 22 Φεβρουαρίου απελευθερώθηκαν από τα κρατητήρια

και τις φυλακές χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι και την επόμενη Κυριακή, 1 Μαρτίου

επέστρεψε στην Κύπρο, ύστερα από τρίχρονη εξορία, ο Μακάριος που έγινε δεκτός

από ένα τεράστιο πλήθος λαού. Απευθυνόμενος προς τις χιλιάδες του λαού από τον

εξώστη της Αρχιεπισκοπής αναφώνησε «Νενικήκαμεν» ενώ περίλυπος μέσα στο πλήθος

ο Αδάμος Αδάμαντος, από τους ιστορικούς ηγέτες της Αριστεράς ψιθύρισε στους

διπλανούς του: «Εκαήκαμεν ήθελε να πει».

Ο Γιώργος Γεωργής είναι επίκουρος καθηγητής της Νεώτερης Ιστορίας στο

Πανεπιστήμιο Κύπρου.