To ΠΑΣΟΚ, ως αντιπολίτευση, πρέπει να εστιάσει τις μεταρρυθμιστικές του

δυνάμεις σε τρεις βασικούς άξονες:

1. ΟΡΓΑΝΩΣΗ

Πέρασμα από το κλειστό, «φεουδαρχικά» οργανωμένο ΠΑΣΟΚ (όπου οι κομματικοί

βαρόνοι δεν ελέγχονταν αποτελεσματικά ούτε από τη βάση ούτε από τον

πρωθυπουργό) σε ένα ανοιχτό κόμμα που θα χαρακτηρίζεται από:

– Τη μεταλλαγή τής αυταρχικού τύπου Κεντρικής Επιτροπής σε ένα όργανο που θα

εκλέγεται από τα απλά μέλη και που θα συντονίζεται από τον πρόεδρο και το

επιτελείο του.

– Το άνοιγμα του ΠΑΣΟΚ προς την κοινωνία μέσω της συστηματικής συνεργασίας με

μη κυβερνητικές οργανώσεις και κινήματα (συνεργασία επί ίσοις όροις, χωρίς τα

γνωστά «καπελώματα»).

– Το άνοιγμα του κόμματος προς τον Συνασπισμό και το ΔΗΚΚΙ αποφεύγοντας τις

ηγεμονιστικές, αλαζονικές τακτικές του παρελθόντος. Μια ειλικρινής συνεργασία

είναι απαραίτητη για να μην οδηγηθούν τα δύο αυτά κόμματα εις τας αγκάλας του

KKE – ενός κόμματος που χαρακτηρίζεται από στείρο καταγγελτισμό και αυτιστικό

νεο-σταλινισμό.

2. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Σ’ αυτόν τον χώρο το κόμμα πρέπει όχι μόνο να συγκεκριμενοποιήσει την έννοια

της συμμετοχικής δημοκρατίας (για να γίνει κατανοητό τι ακριβώς σημαίνουν οι

προτεινόμενες αλλαγές στο πλαίσιο της καθημερινότητας), αλλά και να πάει πέρα

από τη διάκριση παλαιό/νέο, παραδοσιακό/νεωτερικό. Επειδή δεν υπάρχει μία αλλά

πολλών ειδών νεωτερικότητες, η παραπάνω διάκριση θα γίνει πολιτικά κατανοητή

και αποτελεσματική αν συνδυασθεί με τη διάκριση Κεντροδεξιά/ Κεντροαριστερά

(ΚΔ/KA). Παρ’ όλη την προφανή σύγκλιση KA/ΚΔ που η νεοφιλελεύθερη

παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει σε όλα τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα,

υπάρχουν ακόμη ουσιώδεις διαφορές μεταξύ KA και ΚΔ που το νέο ΠΑΣΟΚ μπορεί και

πρέπει να εντοπίσει, να επεξεργαστεί και να κάνει κατανοητές στους πολίτες.

Διαφορές όπως:

– H ΚΔ (στον τόπο μας και πιο γενικά) δέχεται σαν θετικό και μη μετατρέψιμο το

νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο status quo που, κατά βάρβαρο τρόπο, δημιουργεί

τεράστιες ανισότητες και μαζική περιθωριοποίηση σε εθνικό και παγκόσμιο

επίπεδο. H KA δεν πρέπει απλά και παθητικά να «προσαρμόζεται» στη

νεοφιλελεύθερη παγκόσμια πραγματικότητα. Πρέπει να προσπαθεί μέσω διαφόρων

στρατηγικών (αυτονόμηση της E.E. από ΗΠΑ, συνεργασία με παγκόσμιες μη

κυβερνητικές οργανώσεις και κινήματα που παλεύουν για μια πιο ανθρώπινη

ρύθμιση της παγκόσμιας αγοράς κ.λπ.) να αλλάξει προς μια σοσιαλδημοκρατική

κατεύθυνση τον τρόπο ελέγχου των νέων τεχνολογιών και των μηχανισμών της

παγκόσμιας αγοράς.

– H KA, αντίθετα από την ΚΔ, δεν δέχεται την «κοινωνία της αγοράς» – μια

κατάσταση όπου όλα θυσιάζονται (πολιτισμός, διαφορετικότητα, ποιοτική

ψυχαγωγία κ.λπ.) στον βωμό του κέρδους. H KA είναι υπέρ μιας οικολογικά και

κοινωνικά ρυθμιζόμενης «οικονομίας της αγοράς». Είναι δηλαδή υπέρ μιας

ισορροπίας μεταξύ των αξιών της παραγωγικότητας/ανταγωνισμού στον οικονομικό

χώρο, της δημοκρατίας/ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον πολιτικό, της

αλληλεγγύης/συνοχής στον κοινωνικό και του σεβασμού της ετερότητας/ αυτονομίας

στον χώρο του πολιτισμού. Με άλλα λόγια η ΚΔ θέλει έναν μονολογικό

/αγοροκρατικό εκσυγχρονισμό, ενώ η KA πρέπει να παλεύει για έναν πολυλογικό

εκσυγχρονισμό.

– Αν το σύνθημα της παραδοσιακής Αριστεράς είναι «περισσότερο κράτος και

λιγότερη αγορά», το σύνθημα της ΚΔ σήμερα είναι «λιγότερο κράτος και

περισσότερη αγορά». Το σύνθημα της KA πρέπει να είναι λιγότερο κράτος,

λιγότερη αγορά και περισσότερη κοινωνία των πολιτών – ενός τρίτου χώρου που

δεν λειτουργεί ούτε με βάση την κομματικοκρατική, ψηφοθηρική λογική, ούτε με

αυτή του κέρδους. H έμφαση στον τρίτο χώρο σημαίνει ενεργό υποστήριξη των μη

κυβερνητικών οργανώσεων και ανεξάρτητων αρχών, ικανών να ελέγχουν επί μονίμου

βάσεως και τις αυθαιρεσίες της κομματικοκρατίας (διαφθορά) και αυτές της

αγοράς (έλλειψη ανταγωνιστικότητας). Σημαίνει επίσης πάταξη όχι μόνο του

αυταρχικού κρατισμού, αλλά και της πλουτοκρατικής τάσης του οικονομικού

κεφαλαίου να αγοράζει, μέσω του ελέγχου των MME, πολιτικό και πολιτισμικό

κεφάλαιο.

3. ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Ο στόχος εδώ είναι μια αντιπολίτευση που, με βάση τη συστηματική έρευνα του

πολιτικού και κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι, θα στοχεύει στη διατήρηση και

επέκταση των επιτευγμάτων της οκταετίας Σημίτη, καθώς και σε μια ισορροπημένη

και ρεαλιστική κριτική της τωρινής κυβερνητικής πολιτικής. Αυτό σημαίνει:

– όχι αντιπολίτευση «τυφλοσούρτης» (ό,τι προωθεί το κυβερνών κόμμα είναι εξ

ορισμού λάθος)

– όχι κριτική στη βάση ξεπερασμένων διχασμών από τη μια μεριά και

λαϊκιστικών/εξωπραγματικών υποσχέσεων από την άλλη

– όχι κριτικές βασισμένες σε έναν στρουθοκαμηλικό ελληνοκεντρισμό ή σε έναν

δογματικό ξύλινο λόγο.

Ο Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στο London School of Economics