Στη μεταπολίτευση τέθηκε με έντονο τρόπο το αίτημα για δημοκρατικά οργανωμένα

κόμματα. Τα κόμματα ως ιστορικοί φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης θα έπρεπε να

καταργήσουν το χαρακτήρα τους ως αθροισμάτων στελεχών («επαγγελματιών της

πολιτικής») και να περάσουν σε ένα ανώτερο επίπεδο δημοκρατικής συμμετοχής και

εσωκομματικής δημοκρατίας.

Οι εξελίξεις έκτοτε στις μορφές των κομμάτων υπήρξαν ραγδαίες. Ωστόσο, σήμερα,

30 χρόνια σχεδόν μετά τη μεταπολίτευση, τίθεται και πάλι το ερώτημα αν τα

κόμματα είναι δημοκρατικά, αν δηλαδή εξακολουθούν να αποτελούν φορείς

εκπροσώπησης της κοινωνίας και χώρο πραγματικής δημοκρατικής συζήτησης που

καταλήγει σε συλλογικές αποφάσεις, ή αντίθετα, αποτελούν φορείς νομιμοποίησης

στην κοινωνία των κρατικών πολιτικών και χώρο που η συμμετοχή των μελών είναι

τυπική και μόνον.

Το σημερινό (έκτακτο) συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και οι διαφαινόμενες αλλαγές στη

μορφή του κόμματος δίνουν την ευκαιρία να σκεφτούμε ορισμένα κρίσιμα για το

μέλλον των κομμάτων ζητήματα, που ξεπερνούν κατά πολύ το ίδιο το ΠΑΣΟΚ και

θίγουν ολόκληρο το σημερινό σύστημα κομμάτων της χώρας.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι η σημερινή μορφή κόμματος που εκφράζει το ΠΑΣΟΚ είναι

ξεπερασμένη και βαθύτατα αναχρονιστική. Το κόμμα έχει εξελιχθεί σε ένα

ιδιότυπο «κρατικό κόμμα αξιωματούχων», που χρησιμοποιεί τα «μέλη του» ως

κομματικό στρατό των επιμέρους παραγόντων του. H κρίση του δημοκρατικού

στοιχείου στη δομή του κόμματος αποκορυφώθηκε στο προηγούμενο Συνέδριο, όπου

όπως εκ των υστέρων αποκαλύφθηκε από την ίδια την ηγεσία του περίπου 150.000

μέλη ήταν ανύπαρκτα!!

Η πρόταση για άμεση εκλογή από τη βάση του προέδρου του κόμματος εμφανίζεται

λοιπόν ως (νεωτερική) πρόταση ανανεωτικής πνοής σε ένα βαθιά γραφειοκρατικό

σώμα. Ωστόσο δεν θα έπρεπε να κρύψει ορισμένους κρίσιμους προβληματισμούς για

το μέλλον της μορφής-κόμματος. Πριν απ’ όλα, η άμεση εκλογή προέδρου εξασθενεί

τα θεσμοθετημένα συλλογικά όργανα ενός κόμματος: το Συνέδριο, την Κεντρική

Επιτροπή, το Εκτελεστικό Γραφείο, τον Γραμματέα. Ανατρέπονται έτσι οι

οργανωτικές μορφές διάκρισης των (εσωκομματικών) εξουσιών και αρμοδιοτήτων και

ενισχύεται ο ρόλος του προέδρου ως μονοπρόσωπου οργάνου. Υπ’ αυτήν την έννοια

επανέρχεται η κομματική μορφή των πρώτων χρόνων του ΠΑΣΟΚ (πονηριά της

ιστορίας!!), θέτοντας υπό επανεκτίμηση τις όποιες θεσμικές εκσυγχρονιστικές

κατακτήσεις του κόμματος επιτεύχθηκαν σταδιακά μετά το A’ Συνέδριο του 1984

(θεσμοποίηση τακτών συνεδρίων, καθιέρωση θέσης γραμματέα της K.E., εκλογή

γραμματέα άμεσα από την K.E. κ.λπ). H εξέλιξη αυτή θα πρέπει να ληφθεί

υπ’όψιν, διότι όχι μόνο είναι πιθανότατο να αναπαράγει τη θέση και το ρόλο της

πέριξ του προέδρου κομματικής ομάδας, αλλά και να την αυτονομήσει περαιτέρω

από τις όποιες διαδικασίες πολιτικού (εσωκομματικού) ελέγχου. H άμεση εκλογή

προέδρου ενός κόμματος οδηγεί εξ ορισμού σε μια μορφή «προεδρικού κόμματος»,

όπως ακριβώς θα συνέβαινε και με το πολίτευμα της χώρας αν ο πρόεδρος

εκλεγόταν απευθείας από το λαό. Έτσι, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι

ποιο (θα) είναι το κυρίαρχο όργανο διαμόρφωσης πολιτικής, ως εκφραστής του

«συλλογικού διανοούμενου» που υποτίθεται ότι είναι ένα κόμμα; Και άρα ποιο

είναι το πεδίο εντός του οποίου θα συγκροτούνται οι (αυτονόητες και ούτως ή

άλλως υπαρκτές σε ένα πολυσυλλεκτικό δημοκρατικό κόμμα) τάσεις.

Μια από τις καινοτομίες του νέου τρόπου εκλογής προέδρου είναι η «ανοικτή

ψηφοφορία», δηλαδή η συμμετοχή στην εκλογή όχι μόνον των μελών του κόμματος

αλλά και απλών πολιτών. Ως επιτυχημένο ανάλογο παράδειγμα φέρεται αυτό του

Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Όμως, το αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα δεν

εκλέγει αρχηγό ή πρόεδρο του κόμματος. Εκλέγει υποψήφιο του κόμματος στις

προεδρικές εκλογές της χώρας και μόνον αυτό. Εκλέγει δηλαδή με συγκεκριμένο

χρονικό ορίζοντα τον άνθρωπο που θα εκπροσωπήσει το κόμμα στις εκλογές και όχι

όργανο του κόμματος με βάθος χρόνου. Μάλιστα δε, δεν τον εκλέγει απευθείας,

όπως κακώς πιστεύεται, αλλά στέλνει στο Συνέδριο του κόμματος αριθμό

αντιπροσώπων που θα εκλέξουν τον υποψήφιο του κόμματος.

H καινοτομία να ψηφίζεται ο πρόεδρος ενός κόμματος από ανοικτή ψηφοφορία

πολιτών διαφοροποιεί ουσιαστικά και τυπικά την έννοια του κόμματος ως

«εθελοντικής ένωσης ατόμων που τους ενώνει μια κοινή ιδεολογία» και

ενδεχομένως να ανοίγει τον δρόμο για τη διαμόρφωση κομμάτων ΰ la carte.

Επιπλέον θέτει ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα: α) τι θα διαφοροποιεί θεσμικά και

λειτουργικά το «μέλος» από το «φίλο» και τελικά το οργανωμένο θεσμικά πολιτικό

κόμμα από το ευρύτερο ιδεολογικά κοινωνικό σώμα; β) πώς θα αποφευχθεί το

ενδεχόμενο η ανοικτή ψηφοφορία να εμπλακεί στο σύστημα των (τοπικών και

κεντρικών) πελατειακών σχέσεων και ουσιαστικά να μεταβληθεί στο μέλλον σε ένα

τρόπο ελέγχου από την κομματική / κρατική γραφειοκρατία της πολιτικής

συμπεριφοράς απλών πολιτών;

Με τον τρόπο του, το έκτακτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ θέτει στο επίκεντρο της

δημόσιας συζήτησης δύο ζητήματα: το πρώτο, τι είναι ένα σύγχρονο πολιτικό

κόμμα και το δεύτερο, τι είναι ένα δημοκρατικό πολιτικό κόμμα. Οι απαντήσεις

πρέπει να δοθούν ταυτόχρονα και για τα δύο.

O Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι Πολιτικός επιστήμονας – πρόεδρος της

VPRC